Πώς τα social media εκτόπισαν τις εφημερίδες

του Damien Tambini *

Η συζήτηση γύρω από την «πέραν των γεγονότων πολιτική» είναι άστοχη. Οι εκστρατείες των υποστηρικτών του Brexit και του Τραμπ εκμεταλλεύτηκαν σκοπίμως την κρίση της δημοσιογραφίας και την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό που βλέπουμε είναι η γέννηση της «πολιτικής των ρομπότ» (robopolitics): της μηχανικής αναπαραγωγής δηλαδή προεκλογικών μηχανημάτων από εκλογικούς μηχανισμούς που παρακάμπτουν τη δημοσιογραφική επαλήθευση.

Η εκστρατεία στο Διαδίκτυο είναι έξυπνη. Γιατί να δαπανήσεις χρήματα διαδίδοντας τα μηνύματά σου σε όλη τη χώρα με την ελπίδα ότι θα φτάσουν σε αυτούς που μετρούν; Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ο λόγος για τον οποίο τα διαφημιστικά έσοδα της Google και του Facebook στη Βρετανία υπερβαίνουν τα έσοδα όλων των εφημερίδων μαζί Και αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην εκστρατεία για το Brexit.

Eρευνητές του LSE μίλησαν πρόσφατα με τον Αντι Γουίγκμορ, υπεύθυνο της εκστρατείας Leave.EU. «Αρχικά επρόκειτο να δαπανήσουμε 5-10 εκατομμύρια λίρες για διαφημίσεις στον Τύπο», είπε. «Θα κάναμε διαφημιστική εκστρατεία στην τηλεόραση, θα εκδίδαμε έντυπα. Γρήγορα όμως ανακαλύψαμε ότι ο φτηνότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για τη μετάδοση ενός μηνύματος είναι τα social media. Και αποφασίσαμε να ρίξουμε όλα τα λεφτά εκεί».

Ο στόχος μιας τέτοιας εκστρατείας δεν είναι αναγκαστικά να πειστούν οι ψηφοφόροι για τα πλεονεκτήματα της πρότασης που συζητείται. Η εκστρατεία ξεκινά από το επιθυμητό αποτέλεσμα – την αύξηση των ψήφων υπέρ της εξόδου από την ΕΕ – και πηγαίνει προς τα πίσω. Αυτό που έχει σημασία είναι η ικανότητα των μηνυμάτων να πείσουν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν. Αυτός είναι ο λόγος που μηνύματα τα οποία στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αληθή – όπως ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα έχει ως αποτέλεσμα να διοχετεύονται 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα στις υπηρεσίες υγείας – επαναλαμβάνονταν παρά ταύτα διαρκώς μέχρι το τέλος της εκστρατείας.

Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις νέες και τις παλιές εκστρατείες είναι ότι η σχέση εξάρτησης μεταξύ της δημοσιογραφίας και των πολιτικών εκστρατειών έχει ανατραπεί. Δεν υπάρχει φίλτρο. Δεν είχε απολύτως καμιά σημασία η «αποκάλυψη» από τους δημοσιογράφους ότι ο ένας ή ο άλλος ισχυρισμός ήταν λανθασμένος. Οι υπεύθυνοι της εκστρατείας χρησιμοποίησαν αυτή την αντιπαράθεση για να συνδεθούν με τους ψηφοφόρους μέσω των social media, αδιαφορώντας για τις επιφυλάξεις σκεπτόμενων δημοσιογράφων.

Μια άλλη εξέλιξη είναι η στόχευση και η επιλογή μηνυμάτων. Οι πολιτικοί ακολουθούσαν πάντα την αρχή «γνώρισε το κοινό σου» και προσάρμοζαν τις ομιλίες τους σε αυτούς που ήταν παρόντες. Μια μηχανή παραγωγής μηνυμάτων, όμως, που έχει πολύ σαφέστερη γνώση του κοινού δίνει νέα διάσταση στην πολιτική της διγλωσσίας. Κάθε εκστρατεία για το Brexit χρησιμοποιούσε την τεχνική αυτή για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητά της. Ο χερσαίος πόλεμος στην εκστρατεία αυτή ήταν εν πολλοίς μια μάχη ανάμεσα σε βάσεις δεδομένων.

Τα μηνύματα μεταβιβάζονται με όλο και πιο σύγχρονες μεθόδους. Η πιο γνωστή είναι το ρομπότ του Twitter, το οποίο κατασκευάζει τα προφίλ των followers και στέλνει tweets σε επιλεγμένα ακροατήρια είτε μέσα από πληρωμένες διαφημίσεις είτε με προσεκτικό σχεδιασμό και χρήση των hashtags. Λιγότερο προφανείς είναι οι αλγόριθμοι που αποφασίζουν ποια μηνύματα θα εμφανιστούν στον τοίχο σου στο Facebook ή στη σελίδα αναζήτησης μέσω Google (δεν θα λάβεις φυσικά τα ίδια μηνύματά με τον γείτονά σου). Οι αλγόριθμοι αυτοί βασίζονται στην προηγούμενη δραστηριότητά σου. Η εκστρατεία για το Brexit βασίστηκε σε τέτοια ρομπότ, που ήλεγχαν τα μηνύματα για την αποτελεσματικότητά τους και στη συνέχεια τα έστελναν με τον πιο οικονομικό τρόπο χωρίς την παρέμβαση συνειδήσεων, γεγονότων ή ιδεολογιών.

Η αλήθεια είναι πως οι εφημερίδες στα περισσότερα μέρη του κόσμου βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση. Πάντα ήταν ευάλωτες στον λαϊκισμό: τα σκάνδαλα πουλάνε. Παλιά όμως υπήρχε ένα σύμφωνο ανάμεσα στα μέσα και τον λαϊκιστή. Η «πολιτική των ρομπότ» χρησιμοποιεί προς στιγμήν τα μέσα κι ύστερα τα πετάει στα σκουπίδια.

Ο Γουίγκμορ είναι σαφής: «Δεν είχε καμιά σημασία τι γραφόταν στις εφημερίδες. Οσο πιο επικριτικοί ήταν με εμάς όταν δημοσιεύαμε αυτά τα άρθρα στα social media, τόσο περισσότερες ψήφους παίρναμε. Το ίδιο έκανε κι ο Τραμπ: όσο πιο εξωφρενικά ήταν αυτά που έλεγε τόσο περισσότερο χρόνο εξασφάλιζε στην τηλεόραση και όσο περισσότερο χρόνο εξασφάλιζε τόσο πιο εξωφρενικά πράγματα έλεγε…»

Οι λαϊκιστικές εξεγέρσεις του 2016 προκλήθηκαν από τις ανισότητες και την οργή που προκάλεσαν, όχι από τα μέσα ενημέρωσης. Η κατανόηση όμως της τραγικής κατάστασης των μέσων ενημέρωσης μας βοηθά να καταλάβουμε τη μορφή που έλαβαν αυτές οι εξεγέρσεις.

* Ο Ντέμιαν Ταμπίνι είναι καθηγητής στο London School of Economics

Πηγή: Τhe Guardian/ ΑΠΕ-ΜΠΕ


Exit mobile version