Της Τζένης Κριθαρά
Η 26χρονη Αθηνά και ο 28χρονος Ντονάτο είναι φίλοι από
παιδιά. Γνωρίστηκαν όταν πήγαιναν μαζί σχολείο στις Βρυξέλλες, εκεί όπου οι
Ελληνίδες μητέρες τους εργάζονταν για τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακολουθώντας ο καθένας τη δική του πορεία σπουδών- κάπου ανάμεσα στις Βρυξέλλες,
το Παρίσι και τη Γενεύη- συναντήθηκαν ξανά στον Καναδά, όπου η Αθηνά έκανε το
μεταπτυχιακό της και ο Ντονάτο εργαζόταν. Εκεί προσπάθησαν να υλοποιήσουν την
πρώτη τους επιχειρηματική ιδέα, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ξέρω τι σκέφτεστε: «τι
όμορφη ιστορία»!
Ολοκληρώνοντας τις υποχρεώσεις τους στον Καναδά, επέστρεψαν
στην Ευρώπη-αρχικά στις Βρυξέλλες και εν συνεχεία στην Ελλάδα- και άρχισαν να
ασχολούνται part-time με
τον κλάδο των εισαγωγών-εξαγωγών. Η ιδέα για το easyexports.eu ήταν της
Αθηνάς, η οποία εργαζόταν εκείνο το διάστημα για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή, και οι δυο τους αποφάσισαν να την υλοποιήσουν στην Ελλάδα.
Ξέρω και πάλι τι σκέφτεστε: «είναι εντελώς τρελοί»;
Το ελληνικό ρίσκο
Θα περίμενε κανείς πως η Ελλάδα των επτά ετών ύφεσης, των capital control και
της πολιτικής αβεβαιότητας δεν θα ήταν η πρώτη επιλογή για την ίδρυση μίας
νεοφυούς επιχείρησης. «Εγώ βρισκόμουν ήδη στην Ελλάδα, αρχίσαμε την ιδέα από το
μηδέν και κάναμε αίτηση στη θερμοκοιτίδα υποστήριξης νεοφυών επιχειρήσεων
(Θ.Ε.Α.) του ΕΒΕΑ. Μπορούσαμε να πάρουμε το ρίσκο και να έρθουμε στην Ελλάδα
για να τεστάρουμε την πλατφόρμα στην ελληνική αγορά. Μας είχε βγει και το
πατριωτικό και θέλαμε να βοηθήσουμε τις εξαγωγές στην Ελλάδα», εξηγεί ο
συνιδρυτής της Easyexports,
Ντονάτο Ταλιέντε, και συμπληρώνει: «κάποια πράγματα τα κάνεις με τρέλα και με
συναίσθημα. Θεωρώ ότι η βάση μας είναι αυτή, το ρίσκο. Πιστεύεις σε μία ιδέα,
κάνεις ένα πλάνο, το ακολουθείς πιστά και λες πως αν πετύχει στην Ελλάδα, θα
πετύχει παντού».
Τι είναι το Easyexports
«Στην παρούσα φάση το Easyexports απευθύνεται μόνο σε όσους
εξάγουν φαγητά και ποτά», μας εξηγεί η συν-ιδρύτρια της εταιρείας, Αθηνά
Στάντζου. «Εκείνος που εξάγει μπαίνει στην πλατφόρμα, φτιάχνει ένα προφίλ με
κάποιες πληροφορίες της εταιρείας και
των προϊόντων του, καθώς και όλα τα σχετικά χαρακτηριστικά (συσκευασίες κλπ).
Στην ίδια λογική, φτιάχνει ένα προφίλ και ο εισαγωγέας και ενημερώνει την
πλατφόρμα ποια είναι τα προϊόντα που τον
ενδιαφέρουν περισσότερο», σημειώνει και συμπληρώνει: «εμείς με τα στοιχεία αυτά
κάνουμε το «πάντρεμα» και μόλις μπουν οι ενδιαφερόμενοι στην πλατφόρμα, βλέπουν
εταιρείες βάσει των προτιμήσεων που έχουν επιλέξει. Δουλέψαμε αρκετά για να
δημιουργήσουμε ένα διαδραστικό δίκτυο. Είναι σαν μία εφαρμογή …ραντεβού, αλλά
για επιχειρήσεις».
Στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της
Easyexports συγκαταλέγονται η δωρεάν
εγγραφή και επικοινωνία, η άμεση, συνεχής και ουσιαστική ενημέρωση των μελών σε κάθε νέα
εκδήλωση ενδιαφέροντος, η δυνατότητα
απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, καθώς και η ιδιαίτερα φιλική
στον χρήστη πλατφόρμα.
Πέτυχε το ελληνικό πείραμα;
Είναι, λοιπόν, ευχαριστημένοι από την έως τώρα πορεία της
εταιρείας τους; Όπως μας εξηγεί η Αθηνά οι εξαγωγικές εταιρείες ανταποκρίθηκαν.
«Υπήρξε διαδραστικότητα, υπήρξαν επαφές, υπήρξαν συνεργασίες. Αυτό ξέρουμε ότι
το πετύχαμε. Το πρόβλημα είναι ότι σε κάθε τέτοιο εγχείρημα, ειδικά όταν
ξεκινάς μία δουλειά, θέλεις ένα υπόβαθρο για να μπορέσεις να επενδύσεις χρήμα,
να χτίσεις μία ομάδα για να μπορείς να εξαπλωθείς γρήγορα. Το πρόβλημα που
αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή είναι το πόσο γρήγορα θα μπορέσουμε να
μεγαλώσουμε, ειδικά από τη στιγμή που ξέρουμε ότι η ιδέα μας δουλεύει και ότι
υπάρχει ανταπόκριση και από τις δύο πλευρές».
«Υπάρχει ενδιαφέρον και από εταιρείες που θεωρούμε
ανταγωνιστικές», προσθέτει ο Ντονάτο και εξηγεί: «μέχρι τώρα κάποιος που θέλει
να εξάγει θα πάει σε εκθέσεις, θα πάει σε επιμελητήρια, θα στραφεί στο Google, θα αγοράσει τις
λίστες που του προτείνει κάποιος…. και οι περισσότερες από τις εταιρείες σε
αυτές τις λίστες θα έχουν κλείσει! Και το χειρότερο είναι οι εκθέσεις. Μία
μικρομεσαία εταιρεία δαπανά 40.000-150.000 ευρώ για να κάνει ετησίως δύο
εκθέσεις, όπου θα πάρει 200 επαγγελματικές κάρτες και πρέπει μόνη της να κάνει
το ξεσκαρτάρισμα. Δεν ξέρει ποιος έχει την εταιρεία, με ποιον μιλάει, αν είναι
φερέγγυος. Πρέπει να κάνει άλλη τόση δουλειά για να βρει τα στοιχεία που εμείς
παρέχουμε. Στην πλατφόρμα μας, μπορούν να ανταλλάξουν δείγματα δουλειάς δωρεάν
και να ανταλλάξουν εκ νέου με μία μικρή οικονομική επιβάρυνση πριν προχωρήσουν
στη συμφωνία. Την ίδια ώρα, κάποιος
άλλος έχει πληρώσει 40.000-150.000 ευρώ για να κλείσει μία σύμβαση με μία
ικανοποιητική παραγγελία».
Τελικά, ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις start-up στην
Ελλάδα;
«Στην Ελλάδα σου ζητάνε να αποδείξεις ότι κάποιος έχει αγοράσει το προϊόν που έχεις φτιάξει», υπογραμμίζει η Αθηνά. «Δεν ξέρω αν είναι μόνο θέμα ρευστότητας, αλλά εδώ δεν παίρνουν το ρίσκο! Δεν είναι ακόμη στην ελληνική νοοτροπία το να παίρνει κανείς το ρίσκο σε αρχικά στάδια. Έχουν φτιάξει τόσες θερμοκοιτίδες υποστήριξης νεοφυών επιχειρήσεων στην Αθήνα, οι οποίες όμως είναι κατά κανόνα άδειες, ο κόσμος δεν πηγαίνει, προφανώς επειδή οι περισσότεροι είναι εργαζόμενοι, όμως η εικόνα για εμάς που ασχολούμαστε 100% με το project μας, είναι αποκαρδιωτική. Στο εξωτερικό δεν είναι έτσι. Οι θερμοκοιτίδες είναι «ζωντανοί» οργανισμοί με πολύ «ενέργεια»! Στο τέλος αναρωτιέσαι, μήπως τελικά τόσες υποδομές είναι πεταμένα λεφτά , αφού οι ομάδες δεν προσέρχονται τακτικά σε αυτές ;».
«Γίνονται αξιόλογα σεμινάρια με μέντορες, συμβούλους,… τα οποία μας βοήθησαν πολύ. Αυτό είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να πετύχεις. Εδώ ζούμε σε έναν παράλογο τρόπο οργάνωσης», τονίζει ο Ντονάτο και η Αθηνά εξηγεί: «υπάρχει καλή θέληση, αλλά αυτοί που «ξεκλειδώνουν» το χρήμα, ή δεν «υπάρχουν» ή κινούνται πολύ σιωπηρά…!
Στο τέλος της ημέρας, το πρόβλημα είναι ποιος θα λάβει χρηματοδότηση, όχι πόσα μαθήματα mentoring θα κάνω, το οποίο φυσικά και δεν το υποτιμούμε. Μέσα σε έξι μήνες συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε κάνει τον κύκλο μας στην Αθήνα γιατί ξαναβλέπουμε όπου πάμε τους ίδιους ανθρώπους. Μα πόσα ακόμη να μας μάθουν; Σκοπός είναι να στήσεις μία βιώσιμη και ραγδαία αναπτυσσόμενη επιχείρηση, να χτίσεις μία ομάδα, να υπάρχουν υπάλληλοι, να βγάλεις χρήματα και να τα επανεπενδύσεις».
«Ούτε εμείς ξέραμε τι ακριβώς συνέβαινε όταν μπήκαμε στο incubator. Αλλά θεωρείς πως όταν μπαίνεις σε μία τέτοια διαδικασία, και εφόσον έχεις ακολουθήσει τις συμβουλές και τα σεμινάρια και έχεις δικτυωθεί στο ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας, σχετικά σύντομα θα βρεθεί ο επενδυτής που θα πιστέψει σε εσένα. Στην Ελλάδα όλα περιστρέφονται γύρω από ένα ΕΣΠΑ, ακόμα και τα VCs !!! ».
«Αυτό, από την άλλη πλευρά, είναι καλό για εμάς γιατί μας «μεγάλωσε» γρήγορα», παρεμβαίνει ο Ντονάτο που ξεκαθαρίζει: «δεν είναι άγριο μόνο το οικονομικό κλίμα. Είναι άγριο ό,τι υπάρχει τριγύρω. Όταν σηκώνεσαι το πρωί, έχει απεργία και κάνεις δύο ώρες να φτάσεις στο γραφείο σου, έχεις χάσει τη μισή μέρα. Όταν βάλλεσαι από όλα αυτά τα πράγματα στην καθημερινότητά σου, είναι δύσκολο να προγραμματίσεις, όταν τίποτα δεν δουλεύει γύρω σου στη χώρα σου, είναι δύσκολο να επιχειρήσεις. Δεν είναι φιλικό το σύστημα».
Παρόλα αυτά, κανείς από τους δύο δεν μετανιώνει για την επιλογή να ιδρύσουν την εταιρεία τους στην Ελλάδα. Αντιθέτως, έχουν καταστρώσει τα σχέδιά τους για τη συνέχεια, στα οποία συγκαταλέγονται η συγκέντρωση χρηματοδότησης ύψους 250.000 ευρώ για την πρόσληψη οκτώ υπαλλήλων και την ίδρυση ενός γραφείου στο εξωτερικό, καθώς και η ανάπτυξη ενός λογισμικού για επιμελητήρια που θα «κουμπώνει» με την ήδη υπάρχουσα πλατφόρμα τους. Έχουμε δώσει ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας για περίπου 2 μήνες στην Ελλάδα, αλλά παράλληλα κοιτάμε πλέον και προς το εξωτερικό, αφού ακόμη και τα νέα επενδυτικά ταμεία, τύπου Jeremie δεν θα έχουν ενεργοποιηθεί πριν το καλοκαίρι.
Κλείνοντας και σχολιάζοντας τη δυνατότητα αναστροφής του αρνητικού κλίματος στην ελληνική οικονομία, η Αθηνά επισημαίνει: «ο κόσμος έχει δεχθεί πως δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, οπότε δεν υπάρχει μία γενική προσπάθεια. Οι προσπάθειες είναι μεμονωμένες και όταν θες να έχεις σοβαρή αλλαγή, πρέπει όλοι μαζί να αλλάξουν. Οι μεμονωμένες αλλαγές δεν φτάνουν για να αλλάξει μια χώρα εμπορικά και επιχειρηματικά».