Ένα απρόσμενο “ παράθυρο ευκαιρίας “ για τους
Έλληνες παραγωγούς ρυζιού άνοιξε
η απόφαση των δασμών στις εισαγωγές
ρυζιού από τη Μιανμάρ και την
Καμπότζη, οι οποίες έχουν κατακλύσει την
ευρωπαϊκή αγορά στη χαμηλή
τιμή τους.
Όπως αναφέρουν
παράγοντες του χώρου η παραπάνω πρωτοβουλία αναμένεται να τονώσει την ελληνική
παραγωγή, η οποία θα αποκτήσει
την ανταγωνιστικότητα της
και παράλληλα θα λάβει
φρένο στο φαινόμενο των παράνομων
ελληνοποιήσεων που μαστίζει τη
αγορά. Δεν αποκλείεται μάλιστα με την αυξημένη ζήτηση
για ευρωπαϊκό ρύζι να υπάρξει και
διπλασιασμός της εγχώριας παραγωγής αλλά και βελτίωση
της τιμής παραγωγού.
“Πλέον καθίσταται
ασύμφορο να φέρει κάποιος ρύζι
από την Ασία και αναγκαστικά θα στραφεί
στο ελληνικό που πλέον
είναι φθηνότερο “ επισημαίνει στην Ημερησία ο
πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος
της Agrino, Αναστάσιος Πιτσιόλας. Ανάλογη εκτίμηση εξέφρασε και
η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων
Ελλάδας ( ΣΟΕ) , Γεωργία Κωστηνάκη
λέγοντας ότι στην “ Ελλάδα μπορούν να καλλιεργηθούν οι διπλάσιες
ποσότητες ρυζιού “.
Η απόφαση της ΕΕ για επιβολή δασμών στις εισαγωγές
μακρύσπερμου ρυζιού από τη Μιανμάρ και την Καμπότζη
ήρθε ύστερα από
συντονισμένες πιέσεις της Ιταλίας
επί σειρά ετών. Παρότι δεν
έχει τόσο μεγάλη παραγωγή μακρύσπερμου
ρυζιού, η γειτονική χώρα μέσα
από εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση και
σοβαρά επιχειρήματα κατάφερε
να πείσει τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών
να επαναφέρει τους δασμούς που είχε καταργήσει πριν από μερικά χρόνια ,αρχίζοντας από τις
18 Ιανουαρίου 2019. Να σημειωθεί
πως ο κανονισμός αφορά στο ημιεπεξεργασμένο, λευκασμένο και parboiled indica ρύζι καταγωγής
Μιανμάρ και Καμπότζης. Τον πρώτο χρόνο θα επιβάλλεται δασμός 175 ευρώ ανά τόνο, το δεύτερο 150 ευρώ και
τον τρίτο 125 ευρώ.
Όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, η Ευρωπαϊκή
Ένωση οδηγήθηκε σε αυτή την
απόφαση κατάργησης των δασμών
το 2012, προκειμένου να βοηθήσει
τη Μιανμάρ και την Kαμπότζη ,οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ταλανίζονταν από εμφύλιες
συρράξεις. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε
διάπλατα την πόρτα στις αθρόες ρυζιού αμφιβόλου
ποιότητας και ασφάλειας σε βάρος
των Ευρωπαίων παραγωγών που συγκεντρωνόταν κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και
των Ευρωπαίων καταναλωτών.
Με πληροφορίες από την εφημερίδα ” Ημερησία”