Η μεγάλη προσφορά και ο ολοένα αυξανόµενος ανταγωνισµός στο διεθνές περιβάλλον σε συνδυασµό µε τις άσχηµες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν πέρυσι στη χώρα µας αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες για τους οποίους η φετινή εµπορική σεζόν για την ελληνική αγορά ακτινιδίου είναι ελαφρώς µειωµένη, σε ποσοστό 5% περίπου.
Αυτή τη στιγµή Νέα Ζηλανδία και Χιλή αποτελούν τους βασικότερους «παίκτες» του κλάδου από το νότιο ηµισφαίριο, καθώς εκτός από το πολύ καλό brand που έχουν καταφέρει να χτίσουν, διαθέτουν τα ακτινίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς.
Ακόµη δηλαδή και όταν δεν είναι η δική τους παραγωγική περίοδος, καταφέρνουν να αυξάνουν τη διάρκεια της εµπορικής τους σεζόν, χάρη σε συµφωνίες-φασόν που κάνουν µε διάφορους παραγωγούς του βορείου ηµισφαιρίου. Σε ό,τι αφορά το βόρειο ηµισφαίριο, η Ιταλία παραµένει η πρώτη δύναµη (και δεύτερη παγκοσµίως µετά την Κίνα), µε παραγωγή 435.000 τόνων (παρότι υστερεί ακόµα σε σχέση µε την περίοδο 2014-2016). Ακολουθεί στην τρίτη θέση παγκοσµίως η Ελλάδα, η οποία µε φυσιολογικές καιρικές συνθήκες εµφανίζει παραγωγή της τάξης των 300.000-320.000 τόνων.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Σύµφωνα µε ανθρώπους της αγοράς, η ξαφνική παρουσία του Ιράν στον τοµέα του ακτινιδίου συνδέεται µε ρωσικά συµφέροντα, τα οποία φέρεται να έχουν χρηµατοδοτήσει τις καλλιέργειες του φρούτου αυτού. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι πριν από το εµπάργκο, σχεδόν το 40% των ελληνικών εξαγωγών ακτινιδίου κατευθυνόταν προς τη Ρωσία.
Ακόµη, προβληµατισµός υπάρχει και για τις άναρχες φυτεύσεις που γίνονται στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γαλλία, µε σκοπό τη διάθεση του προϊόντος στις εγχώριες αγορές τους. Εκτός από την Ευρώπη, εµείς στοχεύουµε σε ενίσχυση της παρουσίας µας και σε άλλες αγορές της Ασίας, όπως π.χ. της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, της Ινδίας αλλά και της Λατινικής Αµερικής». Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Λατινική Αµερική, αξίζει να αναφέρουµε ότι η εταιρεία εξάγει ήδη τα προϊόντα της σε Χιλή και Ουρουγουάη, µε την κυρία Μανώση να υπογραµµίζει ότι «θα θέλαµε πολύ να µπούµε στην αγορά της Βραζιλίας, ωστόσο δεν υπάρχει πρωτόκολλο συνεργασίας µεταξύ των δύο χωρών και πιο συγκεκριµένα µεταξύ των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων αλλά και των υπ. Εξωτερικών». Η παραγωγή της Ζευς σήµερα ανέρχεται περίπου σε 6.500 τόνους ακτινίδια και 2.000 τόνους σταφύλια.
Για την περίοδο 2018-2022 υλοποιείται ήδη πενταετές επενδυτικό πρόγραµµα της εταιρείας ύψους 3,9 εκατ. ευρώ, το οποίο εν µέρει χρηµατοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόγραµµα αυτό περιλαµβάνει την προµήθεια νέων µηχανών διαλογής υψηλής τεχνολογίας για στρογγυλά φρούτα, καθώς και τρισδιάστατες κάµερες για τη µέτρηση εξωτερικών σηµείων, σχήµατος και εξωτερικού χρώµατος.
Η επένδυση αυτή περιλαµβάνει επίσης την προµήθεια νέου µηχανολογικού εξοπλισµού στη διαδικασία διαλογής και συσκευασίας. Τέλος, το πρόγραµµα επιτρέπει την υιοθέτηση ενός νέου πληροφοριακού συστήµατος που θα απλοποιήσει και θα κωδικοποιήσει όλες τις διαδικασίες που ακολουθούνται από την παραλαβή των φρούτων µέχρι την τελική συσκευασία και αποστολή. Η εταιρεία «τρέχει» ήδη µέσω της ιταλικής «New Kiwiplant» ένα πρόγραµµα έρευνας και ανάπτυξης για την ανάπτυξη νέων χρυσών ποικιλιών ακτινιδίων, µε στόχο την αύξηση της παραγωγής στους 10.000 τόνους.
Πηγή πληροφοριών: Έθνος