Μύδια: Οι 12.000 τόνοι, ο «εμφύλιος» και το πάρτι εξαγωγών

Τα ελληνικά μύδια γίνονται ανάρπαστα στις αγορές της Ευρώπης, όπου εξάγονται σε ποσοστό 95%, αλλά ταυτόχρονα κλείνουν το μάτι και στην εγχώρια αγορά που δείχνει σημάδια σημαντικής ανάκαμψης.


Τη δυναμική του προϊόντος, που παράγεται σε ποσοστό 90% κοντά στις εκβολές τριών ποταμών στον Θερμαϊκό Κόλπο, ανακόπτει η πολυετής εκκρεμότητα με τη δημιουργία πάρκων μυδοκαλλιέργειας, που έχει δημιουργήσει ένα όργιο παρανομίας στις ακτές των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα 3/4 της έκτασης μυδοκαλλιέργειας στη θαλάσσια περιοχή της Χαλάστρας Θεσσαλονίκης αξιοποιούνται από επιχειρήσεις που λειτουργούν σήμερα χωρίς άδεια, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται συνθήκες παραοικονομίας, αθέμιτου ανταγωνισμού, αλλά και να πλήττεται η εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού στο προϊόν, που ανακτάται πάντως σταδιακά, έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες. Κατά μήκος των ακτών, εκατέρωθεν των εκβολών των ποταμών Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα, είναι εγκατεστημένες πλωτές (long line) και πασσαλωτές καλλιέργειες μυδιών σε μια συνολική έκταση άνω των 3.000 στρεμμάτων. Τις εκμεταλλεύονται περίπου 300 οικογένειες μυδοκαλλιεργητών, με μια συνολική παραγωγή που εκτιμάται γύρω στους 30.000 τόνους υψηλής ποιότητας μυδιού.

Σχεδόν στο σύνολό της η παραγωγή φορτώνεται ανεπεξέργαστη σε φορτηγά ψυγεία και παίρνει τον δρόμο κυρίως για την Ιταλία και δευτερευόντως σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ολλανδία.

Στις χώρες προορισμού τα μύδια υφίστανται καθαρισμό, επεξεργασία, αποφλοίωση και τυποποίηση, και γίνονται ανάρπαστα στα εστιατόρια, στα ξενοδοχεία και στο τραπέζι των καταναλωτών.

«Οταν βγαίνουμε εμείς στην αγορά σταματάνε όλοι. Το ελληνικό μύδι ξεπερνά σε ποιότητα τις δικές τους παραγωγές», λέει στον «Αγρότη» ο Τάσος Δραγάνης, γραμματέας του Συνεταιρισμού Μυδοκαλλιεργητών του Μακρύγιαλου Πιερίας, όπου δραστηριοποιούνται 120-130 οικογένειες μυδοπαραγωγών, σε μια θαλάσσια έκταση 1.570 στρεμμάτων, με μια συνολική παραγωγή περίπου 12.000 τόνων.

Μερικές εβδομάδες πριν από τη «συγκομιδή» που θα διαρκέσει από τις αρχές Μαΐου έως τα τέλη Αυγούστου, οι παραγωγοί αναμένουν μια καλή χρονιά, με τιμές χονδρικής που μπορεί να φτάσουν στα 50 – 55 λεπτά το κιλό, ενώ ετοιμάζονται και για τη μεταφορά των εγκαταστάσεών τους πιο ανοιχτά στη θάλασσα, που θα γίνει από το φθινόπωρο.

Οι καλλιέργειες θα μεταφερθούν σε απόσταση 3 μιλίων από την ακτή, από το μισό μίλι που βρίσκονται σήμερα, για περιβαλλοντικούς λόγους, για καλύτερη απόδοση, αλλά και για να μην είναι ορατά από την ακτή, έπειτα από πιέσεις τουριστικών φορέων. Κάτι ανάλογο αναμένεται να γίνει σε όλες τις μυδοκαλλιέργειες κατά μήκος των ακτών, για τον επιπλέον λόγο της προστασίας τους από το μπλε καβούρι, που έχει προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην παραγωγή τα τελευταία χρόνια.


Μεταξύ των παραγωγών έχει αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος «εμφύλιος», με φόντο τις παράνομες εγκαταστάσεις που έχουν γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι καλλιεργητές της Πιερίας έχουν προσφύγει κατ’ επανάληψη στο Λιμεναρχείο, στο ΣΔΟΕ και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας, ζητώντας μέτρα για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην περιοχή της Χαλάστρας Θεσσαλονίκης, όπου εντοπίζονται οι περισσότερες παρανομίες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μόλις 23 μονάδες που έχουν άδεια σήμερα στη συγκεκριμένη περιοχή, καταλαμβάνουν μια έκταση μόλις 350 στρεμμάτων στη θάλασσα, ενώ επιπλέον 1.170 στρέμματα αξιοποιούνται από παράνομες εκμεταλλεύσεις, σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης της Κτηματικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης. Το γεγονός πηγάζει από την εκκρεμότητα 18 χρόνων που αφορά τη δημιουργία Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), με βάση τον νόμο του 1999, όπως αναφέρει στον «Αγρότη» ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κεντρικής Μακεδονίας, Κώστας Γιουτίκας.

«Εν όψει της δημιουργίας των ΠΟΑΥ δεν εκδίδονται νέες άδειες και δεν ανανεώνονται οι υπάρχουσες. Δεκαοκτώ χρόνια τώρα δεν έγινε καμία ΠΟΑΥ πουθενά στη χώρα, γιατί δεν υπάρχει κανένας κρατικός μηχανισμός να πιέσει και το θέμα επαφίεται στους δημάρχους, οι οποίοι μέχρι να ενημερωθούν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες αλλάζουν», εξήγησε ο κ. Γιουτίκας.

Παράνομη

Το αποτέλεσμα είναι, όπως είπε, το σημερινό καθεστώς της παράνομης μυδοκαλλιέργειας, που σημαίνει απώλεια εσόδων για το κράτος, αδιαφάνεια και παρατυπίες στη νομιμοποίηση και μεταφορά του προϊόντος, απουσία κανόνων στη λειτουργία των μονάδων και κινδύνους για το περιβάλλον.


Με παρέμβασή του πρόσφατα στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ο αντιπεριφερειάρχης ζήτησε να υπάρξει ετοιμότητα για την άσκηση πιέσεων, ώστε να υιοθετηθεί η πρόταση της Περιφέρειας για την άρση του αδιεξόδου.

Η πρόταση προβλέπει ως μεταβατική λύση την προκήρυξη νέων χώρων σε περιοχές όπου υπάρχει εγκατεστημένη δραστηριότητα μυδοκαλλιέργειας, όπως ο Θερμαϊκός, και την αδειοδότηση των μονάδων από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση στις απολύτως καθορισμένες και εγκεκριμένες συντεταγμένες θέσεις που προβλέπει η χωροταξική μελέτη.

Δηλαδή τη μετακίνηση όλων των μονάδων μέσα στον καθορισμένο χώρο του πάρκου, με τους κανόνες και τις προδιαγραφές που προβλέπονται.

«Eτσι θα βοηθηθεί η δημιουργία του ΠΟΑΥ, θα υπάρξει αυτοκάθαρση, αφού νόμιμοι παραγωγοί θα καταλάβουν τις θέσεις που έχουν οι παράνομοι. Θα σταματήσουμε να παίζουμε κλέφτες και αστυνόμοι και θα μπορούμε να ελέγχουμε ποιος παράγει τι», υποστήριξε ο κ. Γιουτίκας.

Η Αθήνα μαθαίνει… από μύδι

Η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση μυδιών από την περιοχή της Αττικής τα τελευταία χρόνια γεννά προσδοκίες στους ανθρώπους του κλάδου για επανάκαμψη της εγχώριας αγοράς. Το καθαρά εξαγώγιμο προϊόν φαίνεται πως ξανακερδίζει δειλά την εμπιστοσύνη του Ελληνα καταναλωτή, που χάθηκε από το 2000, έπειτα από μαζικά περιστατικά δηλητηρίασης από τοξίνες, λόγω άνθισης του φυτοπλαγκτού.


«Ως τότε η ιχθυόσκαλα της Μηχανιώνας πουλούσε 5 τόνους μύδια με κέλυφος και 1 τόνο ψίχα την ημέρα. Σήμερα πουλάει 300-500 κιλά κέλυφος και 200 κιλά ψίχα την ημέρα», λέει ο Σπύρος Τσιάρας, ιδιοκτήτης καθετοποιημένης μονάδας στη Χαλάστρα και αντιπρόεδρος του τοπικού Συνεταιρισμού Μυδοκαλλιεργητών, που παράγει συνολικά 5.000 τόνους μυδιών. Ο ίδιος παράγει 200 τόνους και σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων του την επεξεργάζεται και τη διαθέτει αποκλειστικά στην ελληνική αγορά. Μετά τις μαζικές δηλητηριάσεις, που οφειλόταν σε φυσικό φαινόμενο, οι έως τότε οι μηνιαίοι έλεγχοι της Κτηνιατρικής έγιναν εβδομαδιαίοι και οι μυδοκαλλιεργητές λένε πως δεν υπάρχει περίπτωση να διατεθεί μη ασφαλές μύδι από πιστοποιημένο παραγωγό.

Επανάκαμψη

Τα τελευταία 3-4 χρόνια υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για επανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, που ξεκινάει από τη Νότια Ελλάδα. «Βλέπουμε με καλό μάτι να ανοίγει μια νέα αγορά. Η Αθήνα, που έτρωγε μύδια μόνο την Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει και το ζητάει, ενώ υπάρχει αυξημένη ζήτηση από τα νησιά, που έως τώρα προτιμούσαν τα κατεψυγμένα από τη Χιλή και τη Ν. Ζηλανδία. Αν μάθει η Αθήνα να καταναλώνει μύδια, δεν θα περισσεύει ποσότητα για εξαγωγή», υποστήριξε ο κ. Τσιάρας.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η τιμή παραγωγού για τα ανεπεξέργαστα μύδια κυμαίνεται από 35 έως 50 λεπτά το κιλό, ενώ στο επεξεργασμένα τυποποιημένα κυμαίνεται στα 1 – 1,20 ευρώ/κιλό στο ολόκληρο με κέλυφος και στα 4-5 ευρώ/κιλό η ψίχα. Η συνήθης αναλογία είναι κατά μέσο όρο 3,5 κιλά κέλυφος με 1 κιλό ψίχα.

Οι μυδοκαλλιεργητές του Θερμαϊκού και άλλων περιοχών της χώρας (Αμβρακικός, Στρυμωνικός κ.α.) ευελπιστούν πως η αναθέρμανση της εγχώριας ζήτησης και η δημιουργία οργανωμένων Πάρκων υδατοκαλλιέργειας θα δημιουργήσει προϋποθέσεις μεγάλης ανάπτυξης του κλάδου και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στην καλλιέργεια, την επεξεργασία, την τυποποίηση και την εμπορία του προϊόντος.

Πηγή: Έθνος

Exit mobile version