Σταθερές παραμένουν τα τελευταία χρόνια οι τιμές των ζωοτροφών στην Ελλάδα, ενώ η αξία των ποσοτήτων που καλύπτουν τις ανάγκες της ελληνικής κτηνοτροφίας εκτιμάται στο 1,8 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 70% της ετήσιας αξίας της κτηνοτροφικής παραγωγής. Διχασμένοι εμφανίζονται κτηνοτρόφοι και βιομήχανοι-εισαγωγείς αναφορικά με τις τιμές των ζωοτροφών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στις χώρες της ΕΕ, αλλά κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι διατηρούνται περίπου στα ίδια επίπεδα.
Οι Ελληνες κτηνοτρόφοι πάντως ακολουθούν… ελληνική πατέντα αφού συχνά για τη διατροφή των ζώων χρησιμοποιούν έναν κορμό ζωοτροφών τον οποίο συμπληρώνουν με τροφές που βρίσκουν σε αφθονία και φτηνότερες κατά περιοχές.
Για παράδειγμα, αρκετοί κτηνοτρόφοι καλλιεργούν στρέμματα με τριφύλλι για τα αιγοπρόβατά τους και άλλοι αγοράζουν από γνωστούς και φίλους κριθάρι, το οποίο εμπλουτίζουν μόνοι τους με καλαμπόκι, ηλιόπιτα και άλλα, και φτιάχνουν τη δική τους ζωοτροφή.
Αγελαδοτρόφος που διατηρεί μεγάλη μονάδα στη νότια Ελλάδα μας είπε ότι προμηθεύεται από τον συνεταιρισμό της περιοχής του ακόμη και τα υπολείμματα από τη χυμοποίηση των πορτοκαλιών (φλούδες και σάρκα), τα οποία και αναμειγνύει με σιτηρά και ταΐζει με αυτό το μείγμα τα ζώα του, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζει, «το παραγόμενο γάλα να είναι πλούσιο σε βιταμίνη C και να έχει ευχάριστο άρωμα».
Οι εκπρόσωποι του κλάδου από την πλευρά τους επιμένουν ότι τα… αυτοσχέδια διαιτολόγια που βγάζουν οι κτηνοτρόφοι για να μειώνουν το κόστος της αγοράς ζωοτροφών μειώνουν την ποιότητα του κρέατος ή των παραγόμενων προϊόντων, λ.χ. του γάλακτος, και τονίζουν πως το σιτηρέσιο (το «μενού») πρέπει να καταρτίζεται από έμπειρους ζωοτέχνες, χημικούς και κτηνιάτρους.
Μπορεί οι τιμές να παραμένουν σταθερές τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγοί ωστόσο θεωρούν ότι το κόστος για την αγορά ζωοτροφών είναι υψηλό.
«Οι ζωοτροφές επιβαρύνουν κατά πολύ το κόστος, ειδικά για τις οργανωμένες μονάδες που χρησιμοποιούν αποκλειστικά έτοιμες ζωοτροφές. Για παράδειγμα, εγώ χρειάζομαι τουλάχιστον 8€ την ημέρα για τη διατροφή κάθε αγελάδας, ενώ με 10€ την ημέρα θα έχω καλύτερη παραγωγή γάλακτος» λέει στον «Αγρότη» ο Ιωάννης Αντωνάκος, μέλος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας που διατηρεί μονάδα στην Αργολίδα.
Κατηγορηματικοί στη χρήση τυποποιημένων ζωοτροφών είναι οι εκπρόσωποι του κλάδου.
Ο πρόεδρος της ΕΛΒΙΖ, της μεγάλης βιομηχανίας ζωοτροφών, Βασίλης Χαλκίδης, μας λέει ότι οι ζωοτροφές της εταιρείας είναι απόλυτα ασφαλείς και πιστοποιημένες. «Εμείς ως εταιρεία δαπανήσαμε πάνω από 500.000 ευρώ για να φτιάξουμε ένα υπερσύγχρονο χημείο στο εργοστάσιο στο Πλατύ Ημαθίας και εξετάζουμε εξονυχιστικά τις πρώτες ύλες. Οταν τα διεθνή όρια για τις επικίνδυνες και καρκινογόνες αφλατοξίνες είναι τα 20ppb, εμείς δεν δεχόμαστε υλικά με πάνω από 3ppb. Οι κτηνοτρόφοι πρέπει να εμπιστεύονται τις ελληνικές βιομηχανίες για ζωοτροφές, είναι απόλυτα ελεγμένες, και να μην… αυτοσχεδιάζουν, γιατί οι δικές τους παρασκευές δεν δίνουν την ίδια απόδοση σε κρέας ή άλλα προϊόντα» αναφέρει ο κ. Χαλκίδης.
«Συνηθίζουμε να βολευόμαστε εκ των ενόντων» λέει με μια δόση χιούμορ ο Μιχάλης Τζιότζιος, μέλος της διοίκησης της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Λάρισας, και προσθέτει: «Ολοι οι κτηνοτρόφοι βάζουμε λίγο τριφύλλι για τα αιγοπρόβατα, βοηθάμε τους συγχωριανούς και αγοράζουμε κριθάρι και καλαμπόκι από αυτούς, αναμειγνύουμε τα υλικά και φτιάχνουμε και δικές μας ζωοτροφές, γιατί αν αγοράζουμε όλες τις ποσότητες που χρειαζόμαστε, το κόστος εκτινάσσεται».
Οι ζωοτροφές αποτελούνται από σόγια (απαραίτητο συστατικό για την πρωτεΐνη), καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι, ηλιόπιτα, ζαχαρόπιτα, κραμβόπιτα και άλλα θρεπτικά συστατικά, αλλά και κρεατάλευρα, υποπροϊόντα επεξεργασίας του γάλακτος, ζωικά λίπη και έλαια, ιχθυάλευρα -τα τελευταία για τη διατροφή των πτηνών.
Σε μικρές ποσότητες περιλαμβάνονται και ανόργανες ύλες, μαρμαρόσκονη, μαγειρικό αλάτι, κτηνοτροφικό φωσφορικό διασβέστιο κ.ά. Μέχρι και το 30% της ποσότητας είναι σόγια, μια πρώτη ύλη που είναι αποκλειστικά εισαγόμενη.
Η χώρα μας εισάγει κάθε χρόνο πάνω από 500.000 τόνους σόγιας από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία και την Αργεντινή και δαπανά γι’ αυτό περισσότερα από 225.000.000 ευρώ.
Εκτός από σόγια εισάγονται ποσότητες σιτηρών από τη Ρωσία, τον Καναδά, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και άλλες πρώτες ύλες.
Μια μερίδα εμπόρων εισάγουν έτοιμες ζωοτροφές, κυρίως από τις γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία. Τις αναμειγνύουν με ποσότητες ελληνικών και τις πουλούν στους παραγωγούς ως ελληνικές!
Το… αντίδοτο στις ακριβές πρώτες ύλες
«Το σιτηρέσιο που δίνουμε σε κάθε ζώο είναι διαφορετικό, ακόμη και στα ίδια ζώα διαφέρει, για παράδειγμα στα βοοειδή. Αλλη διατροφή έχουν αυτά που εκτρέφονται για το κρέας τους και άλλη αυτά που εκτρέφονται για το γάλα. Σόγια, σιτηρά, τριφύλλι, ψυχανθή είναι τα βασικά συστατικά των ζωοτροφών και το κόστος ποικίλλει ανάλογα με τη σύνθεση και τον προορισμό της» λέει στον «Αγρότη» ο Κώστας Αλεξανδρής από τον Εβρο.
Ο τελευταίος είναι κτηνοτρόφος και διατηρεί μια μικρή μονάδα παραγωγής ζωοτροφών στις Φέρες. Για τις ανάγκες της μονάδας του καλλιεργεί 680 στρέμματα με μηδική και τριφύλλι και εφοδιάζει με ζωοτροφές τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, ενώ μικρές ποσότητες εξάγει και στην Τουρκία.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 1.600 εγκεκριμένες επιχειρήσεις που παράγουν πρώτες ύλες, σύνθετες ζωοτροφές, και προϊόντα αυτών.
Οι επιχειρήσεις πρώτων υλών είναι κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις σύνθετων ζωοτροφών δραστηριοποιούνται κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο.
Υψηλές τιμές
Οι κτηνοτρόφοι υποστηρίζουν ότι οι τιμές των ζωοτροφών στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εκπρόσωποι του κλάδου ωστόσο το αμφισβητούν.
Μια πρόχειρη εξήγηση, αν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι γιατί τα τελευταία χρόνια μειώνεται ο αριθμός των εκτροφέων, ως εκ τούτου περιορίζεται το ενδιαφέρον αγοράς, κανείς πάντως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο κλάδος της κτηνοτροφίας βυθίζεται συνεχώς σε ύφεση.
Σε μια προσπάθεια να μειωθούν οι εισαγωγές σόγιας, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει καταρτίσει προγράμματα ενίσχυσης της καλλιέργειας για τη μηδική και τα ψυχανθή, τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν το… αντίδοτο στις ακριβές εισαγόμενες πρώτες ύλες, αλλά και στις ζωοτροφές εν γένει.
Στον Θεσσαλικό Κάμπο έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια οι καλλιέργειες σε κτηνοτροφικό μπιζέλι, κτηνοτροφικό ρεβίθι, αλλά και λούπινο, το οποίο ονομάζεται και «κρέας του φτωχού» λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του -ως και 44%- σε πρωτεΐνη.
Η Ελληνική Βιομηχανία Ζωοτροφών (ΕΛΒΙΖ) εκπονεί για τη διετία 2016-2017 ένα πρόγραμμα καλλιέργειας λούπινου σε 11.000 στρ. στην Κεντρική Μακεδονία, με στόχο να αντικατασταθεί μέρος -σε πρώτη φάση- της εισαγόμενης σόγιας.
«Ξεκινάμε πειραματικά και ευελπιστούμε να καλύψουμε ένα ποσοστό γύρω στο 7-10% της σόγιας με το λούπινο και το κτηνοτροφικό κουκί. Θέλουμε κοντά μας τους αγρότες για να ενισχύσουμε τους κτηνοτρόφους. Πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει να εκτοξευτεί ο πρωτογενής τομέας, αρκεί να έχουμε τολμηρούς παραγωγούς» μας λέει ο πρόεδρος της ΕΛΒΙΖ, Βασίλης Χαλκίδης.
«Οι Ελληνες κτηνοτρόφοι πρέπει να καταλάβουν πως είναι προς όφελός τους να αγοράζουν ελληνικές ζωοτροφές πιστοποιημένης ποιότητας, οι οποίες διασφαλίζουν την καλή φυσική κατάσταση και υγεία των ζώων και δίνουν ποιοτικά προϊόντα. Οι αυτοσχεδιασμοί δημιουργούν προβλήματα. Δεν πλήττεται μόνο ο δικός μας κλάδος, αλλά τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των ζώων και η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων» αναφέρει ο κ. Χαλκίδης.
Πηγή: Έθνος