Ο κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με αφορμή τις υψηλές τιμές των γεωργικών σκευασμάτων που αναγκάζεται να πληρώνει ο Έλληνας αγρότης κατέθεσε σχετική ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αναλυτικά η ερώτηση:
«Χωρίς αγρότες δεν υπάρχουν τρόφιμα όπως έχει πει και ο Επίτροπος Γεωργίας κ. Χόγκαν. Η παραμονή όμως των αγροτών στο επάγγελμα προϋποθέτει την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού εισοδήματος. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν μεγάλες ανισότητες αναφορικά με το κόστος παραγωγής του ίδιου αγροτικού προϊόντος σε σχέση με τρίτες χώρες αλλά και μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Τα λιπάσματα, σύμφωνα με την Eurostat, είναι ένα από τα σημαντικότερα κόστη εισροών για τους Ευρωπαίους παραγωγούς που υπολογίζεται σε 19,2 δις ευρώ για το 2014. Οι δείκτες κόστους γεωργικών εισροών (1995 – 2016) από πολλά Κράτη – μέλη της Ε.Ε., δείχνουν ότι οι τιμές των λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά σχεδόν διπλάσιο ρυθμό συγκριτικά με άλλες εισροές τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Επιπλέον, στο διάστημα 1970 – 2002, οι τιμές των λιπασμάτων στην Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 123%, όταν στην Βραζιλία έπεσαν κατά 65%. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν επίσης ότι οι πολιτικές προστατευτισμού προς την βιομηχανία λιπασμάτων της Ε.Ε. με την επιβολή δασμών anti-dumping ύψους μέχρι 47,07 ευρώ / τόνο και δασμών 6,5%, επιβαρύνουν τους αγρότες περίπου κατά 1 δις ευρώ ετησίως.
Μεγάλη διαφορά στο κόστος αγοράς ίδιων ή ταυτόσημων γεωργικών εφοδίων, παρατηρείται και μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Στην χώρα μου όπως καταγγέλλεται από ενώσεις αγροτών, τα ίδια λιπάσματα πωλούνται με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των Κρατών – μελών.
Για παράδειγμα Έλληνες αγρότες της Βόρειας Ελλάδας αγοράζουν γνωστά λιπάσματα από τη Βουλγαρία σε διπλάσια ή τριπλάσια χαμηλότερη τιμή από αυτή που πωλούνται στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι οι οίκοι παραγωγής των συγκεκριμένων εφοδίων εφαρμόζουν διαφορετική τιμολογιακή πολιτική σε τέτοιο όμως βαθμό που πλήττει τον υγιή ανταγωνισμό και κατ’ επέκταση το εισόδημα των αγροτών.
Στην περίπτωση των Ελλήνων αγροτών το πρόβλημα αυτό διογκώνεται λόγω της οικονομικής κρίσης και της δύσκολης και ακριβής πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Τα παραπάνω αποτελούν οφθαλμοφανή στρέβλωση των κανόνων ανταγωνισμού μεταξύ των αγροτών εντός και εκτός Ε.Ε. Η μεγάλη τιμολογιακή διαφορά που παρατηρείται σημαίνει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο των εταιρειών παραγωγής γεωργικών εφοδίων να μειώσουν τις τιμές πώλησης στην Ελλάδα και σε άλλα Κράτη – μέλη προς όφελος των παραγωγών, του ανταγωνισμού και κυρίως του καταναλωτή.
Κατόπιν τούτων ερωτάται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
– Γνωρίζει τις αρνητικές επιπτώσεις των αυξημένων τιμών των λιπασμάτων στη γεωργία της Ε.Ε. καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις προς τους Ευρωπαίους αγρότες των δασμών της Ε.Ε. και των δασμών anti-dumping;
– Πώς σκοπεύει να αντιμετωπίσει τις παρατηρούμενες στρεβλώσεις στο κόστος αγοράς ίδιων ή ταυτόσημων γεωργικών εφοδίων μεταξύ των Κρατών – μελών της Ε.Ε. και τρίτων χωρών;».