Mπορεί η λέξη «φέτα» να προέρχεται από την ιταλική fetta, ωστόσο είναι μια καθαρά ελληνική υπόθεση, η οποία το τελευταίο διάστημα έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση όλων των φορέων με αφορμή την εμπορική συμφωνία Καναδά – Ευρωπαϊκής Ενωσης (CETA). Με τη συμφωνία αυτή πλέον δίνεται η ευκαιρία σε επιχειρήσεις του Καναδά να παράγουν τυρί από αγελαδινό γάλα και να το διαθέτουν στην αγορά με την ένδειξη «φέτα».
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων -ως και η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ εξέδωσε ανακοίνωση- αλλά και ανησυχία στους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν ότι ο «λευκός χρυσός» σε βάθος χρόνου θα δεχτεί πιέσεις από πολλές χώρες εκτός Ε.Ε. με άμεσες συνέπειες στην ελληνική οικονομία.
Oι κτηνοτρόφοι και οι παραγωγοί φέτας ήδη ετοιμάζουν επιστολή προς τους βουλευτές με τις θέσεις τους και τους κινδύνους που κρύβει η συμφωνία, ενώ σχεδιάζουν και κινητοποιήσεις όταν το θέμα θα συζητηθεί στην ελληνική Βουλή.
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Καναδάς στον οποίο, εξάλλου, εξάγουμε μόνο 450 τόνους από τους 51.000 που διακινούνται στο εξωτερικό. Το πρόβλημα είναι ότι με τη συμφωνία αυτή ανοίγει ο “ασκός του Αιόλου” και σύντομα -αν δεν αντιδράσουμε δυναμικά- θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Ηδη ανάλογη συμφωνία έχει επιτύχει η Νότια Αφρική, ενώ στο παιχνίδι μπαίνει και η Αμερική, η οποία ήδη πουλάει 100.000 τόνους αγελαδινού τυριού, αλλά και η Σιγκαπούρη. Το χειρότερο θα έρθει εάν τις χώρες αυτές μετά από λίγα χρόνια τις ακολουθήσουν κράτη όπως η Δανία. Τότε θα έρθει και το τέλος της ελληνικής κτηνοτροφίας», λέει ο πρόεδρος του ΣΕΚ (Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας), κ. Παναγιώτης Πεβερέτος.
Οπως τονίζει ο κ. Πεβερέτος, «το πρόβλημα άρχισε από το 2013 όταν η ελληνική πλευρά δεν πέτυχε να περάσει η υποσημείωση ότι τα κράτη που θα διαθέτουν αυτά να την παρασκευάζουν από πρόβειο γάλα. Αυτός θα ήταν ένας όρος που θα περιόριζε το κακό».
Ανακοινώσεις
Για το σύνολο των συνεταιρισμών η συμφωνία αναμένεται να επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην ελληνική κτηνοτροφία, δεδομένου -όπως αναφέρεται στις ανακοινώσεις τους- ότι «η φέτα αποτελεί ένα εξαιρετικής ποιότητας ελληνικό παραδοσιακό κτηνοτροφικό προϊόν και παράλληλα ένα ισχυρό brand name για την ελληνική κτηνοτροφία με μεγάλη αποδοχή στην παγκόσμια αγορά».
Η Ομοσπονδία Κτηνοτροφικών Συλλόγων Περιφέρειας Θεσσαλίας περιγράφει την επόμενη μέρα: «Σήμερα με τη συμφωνία με τον Καναδά θα υπάρχει η immitasion φέτα, αύριο με κάποια άλλη χώρα θα υπάρχει μόνο ο όρος φέτα και μετά δεν θα υπάρχουμε εμείς». Επίσης, κήρυξαν «ανεπιθύμητους» στα χωριά τους τους βουλευτές που ψήφισαν τη συμφωνία.
Οι φορείς των κτηνοτρόφων και των παραγωγών φέτας αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ώστε να ανατραπεί το κλίμα. Αυτό θα γίνει, όπως υποστηρίζουν, μόνο αν οι 300 της Βουλής καταψηφίσουν τη συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά και ο Πρόεδρος της Βουλής προωθήσει το αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στην τελευταία συνάντηση των κτηνοτρόφων στη Λάρισα ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κτηνοτρόφων Θεσσαλίας, κ. Νίκος Παλάσκας, υποστήριξε: «Η συμφωνία CETA σημαίνει το ξεκλήρισμα της κτηνοτροφίας. Αυτό συμβαίνει διότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως παρά το γεγονός ότι εδώ και κάποια χρόνια στον Καναδά παράγεται παράνομα φέτα, εντούτοις με τη συμφωνία CETA δίνεται η δυνατότητα να παράγουν νόμιμα φέτα. Το πρόβλημα είναι πως μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες στον κόσμο έχουν συγκεκριμένα τυροκομεία και έτσι θα πνίξουν την αγορά με φέτα αγελαδινή, ενώ το γάλα θα προέρχεται από ζώα που τρώνε μεταλλαγμένες ζωοτροφές, με αποτέλεσμα να ξεκληρίσουν την κτηνοτροφία της Ελλάδας».
Ιστορικό
Η προσπάθεια προστασίας της φέτας άρχισε τον Ιανουάριο του 1994 όταν κατατέθηκε σχετικός φάκελος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το 1995 η Ε.Ε. αποφάσισε να προχωρήσει στη διαδικασία καταχώρισης της φέτας ως προϊόντος ΠΟΠ.
Σύμφωνα με την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία, η ονομασία φέτα είναι Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ), που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το τυρί που παράγεται με παραδοσιακό τρόπο στην Ελλάδα, στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή που αποτελείται από την ηπειρωτική χώρα (Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος) και το Νομό Λέσβου (νήσος Λέσβος). Δεν περιλαμβάνονται στη γεωγραφική αυτή περιοχή η Κρήτη, οι Σποράδες, οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τα Ιόνια νησιά.
Το γάλα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της φέτας πρέπει να προέρχεται από προβατίνες και αίγες τοπικών φυλών (γάλα πρόβειο ή μίγμα αυτού με αίγειο σε ποσοστό έως 30%) της περιοχής αυτής, που έχουν εκτραφεί με παραδοσιακό τρόπο και των οποίων η διατροφή στηρίζεται υποχρεωτικά στη χλωρίδα που υπάρχει στα βοσκοτόπια τους.
Υπέρ της φέτας τάχθηκαν επτά κράτη-μέλη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία Λουξεμβούργο, Βέλγιο και Γαλλία) με 45 ψήφους, ενώ κατά της καταχώρισης 8 κράτη-μέλη (Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία) με 42 ψήφους. Σημειώνεται ότι η Αυστρία είχε υπογράψει με την Ελλάδα το 1971 διμερή σύμβαση με την οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να προστατεύει την ονομασία φέτα στην επικράτειά της.
Ωστόσο, αμέσως μόλις η φέτα καταχωρίστηκε ως προϊόν ΠΟΠ για τη χώρα μας, η Δανία, η Γερμανία και η Γαλλία προσέφυγαν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ζητώντας ακύρωση του Κανονισμού. Τα κράτη-μέλη που προσέφυγαν κατά της απόφασης της Επιτροπής ισχυρίζονταν ότι «η ονομασία φέτα είναι κοινή και επομένως δεν έπρεπε να τυγχάνει προστασίας», ότι και αν ακόμη υποτεθεί ότι δεν είναι κοινή ονομασία, πάλι δεν έπρεπε να καταχωριστεί, γιατί η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά της δεν οφείλονται στο γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο παράγεται, επεξεργάζεται και μεταποιείται το προϊόν. Ισχυρίζονταν ακόμη ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας φέτας Δανίας ή Γερμανίας που παρασκευάζονται από αγελαδινό γάλα ή φέτα Γαλλίας που παρασκευάζεται από αιγοπρόβειο γάλα είναι αντίθετη με το άρθρο 30 της Συνθήκης, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας κ.λπ.
Στις 15.02.2005 συζητήθηκαν οι προσφυγές. Στην υπόθεση αυτή είχαν ασκήσει παρέμβαση επίσης η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Γερμανίας και της Δανίας και η Ελλάδα υπέρ της Επιτροπής και υπέρ του κύρους του Κανονισμού.
Τελικά, η Ελλάδα κέρδισε τη μάχη της φέτας, αφού, όπως έγινε αποδεκτό, η χώρα μας παράγει φέτα από την αρχαιότητα, ενώ, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, το 1931 παρήγαγε 25.000 τόνους.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος