Αρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *
Συνάντησα πρόσφατα έναν φίλο μου, ενθουσιασμένο με τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μου είπε κατά λέξη «η λιτότητα τελειώνει».
Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να αφιερώσω λίγο χρόνο και να συζητήσω μαζί του. Στην πρόσφατη συμφωνία υπάρχει πράγματι η πρόβλεψη για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το υψηλό 4,5% του ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα υπάρχει δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η πολιτική δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να γίνει επεκτατική. Θα συνεχίσει να είναι περιοριστική.
Δεν θα έχει όμως (εφόσον όλα πάνε καλά) τον ασφυκτικό χαρακτήρα που είχε μέχρι τώρα, δηλαδή οριζόντιες μειώσεις μισθών και εξίσου οριζόντιες αυξήσεις φόρων.
Θα αφήνει κάποια περιθώρια για διόρθωση αδικιών και ενίσχυση των φτωχότερων συμπολιτών μας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι σωστό να θέτουμε ως στόχο το «τέλος της λιτότητας» καθ’εαυτό, χωρίς δηλαδή τη σύνδεσή της με την αναπτυξιακή προοπτική.
Πρώτον, διότι η χώρα έτεινε να επιστρέψει στην ανάπτυξη στο τέλος του 2014 και επομένως μειωνόταν η πίεση για νέα μέτρα λιτότητας. Πράγματι, ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2014 οι εξαγωγές ανέκαμπταν (+7% σε ετήσια βάση), η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε (+3,6%), οι ιδιωτικές επενδύσεις το ίδιο (+12,3%) κλπ.
Η ανοδική πορεία θα συνεχισθεί αν πρωτίστως εξαλειφθεί η αβεβαιότητα σύντομα και αποσαφηνισθούν τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής.
Δεύτερον, χωρίς ανάπτυξη, η πίεση σε μισθούς και συντάξεις, δηλαδή η λιτότητα, θα συνεχισθεί.
Τρίτον, η λιτότητα που επικεντρώθηκε στη μείωση μισθών κυρίως στον ιδιωτικό τομέα λειτούργησε αντιαναπτυξιακά κατά το βαθμό που δεν οδήγησε σε πτώση των τιμών των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων.
Αυτό αποκαλύπτει βαθιές ολιγοπωλιακές δομές στην αγορά και τα προβλήματα χρέους στον ιδιωτικό τομέα. Η έμφαση στο τέλος της λιτότητας υποβαθμίζει άλλες προτεραιότητες που συνδέονται με το μέλλον της χώρας καθώς απλά καλλιεργεί προσδοκίες για βραχυχρόνια εισοδηματικά και μόνο οφέλη χωρίς αλλαγές σε θεσμούς, διαδικασίες, συμπεριφορές.
Οι προτεραιότητες πρέπει να είναι διαφορετικές. Τα μείζονα ζητήματα που πρέπει να λυθούν είναι, πέρα από την ενδυνάμωση του δικτύου προστασίας των φτωχών, μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, μείωση του κόστους εργασίας μέσω του εξορθολογισμού φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, περαιτέρω εξορθολογισμός των κρατικών δαπανών (π.χ. μείωση του κόστους λειτουργίας της κυβέρνησης με μείωση του αριθμού των υπουργείων και των συμβούλων κ.α.), διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού, αποτελεσματικότερη δικαιοσύνη, προστασία του περιβάλλοντος, ένα εθνικό χωροταξικό σχέδιο, ενθάρρυνση κατά προτεραιότητα κλάδων με προοπτικές όπως η βιολογική γεωργία, ιατρικός τουρισμός, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.α.
Όλα αυτά θα βοηθήσουν ώστε να κερδηθεί η μεγάλη μάχη στο μέτωπο της παραγωγής. Η χώρα πρέπει να πετύχει ικανοποιητικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Διαφορετικά τα αδιέξοδα θα συνεχισθούν και οποιαδήποτε σοβαρή κοινωνική πολιτική θα είναι μετέωρη. Η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις, ελληνικές ιδιωτικές, ξένες άμεσες παραγωγικές επενδύσεις και κρατικές.
Για να επιτευχθεί η αναζωογόνηση της επενδυτικής δραστηριότητας πρέπει να εμπεδωθεί ένα ευνοϊκό κλίμα για την επιχειρηματικότητα και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί το κράτος στις απαιτήσεις της αναπτυξιακής του λειτουργίας εκσυγχρονίζοντας θεσμούς και διαδικασίες που αναφέρθηκαν και θέτοντας νέες επενδυτικές προτεραιότητες.
Αναμφίβολα, πρέπει να υπάρξουν σημαντικές διορθωτικές κινήσεις στην πολιτική προσαρμογής βραχυπρόθεσμα (π.χ. στον ΕΝΦΙΑ) και μακροπρόθεσμα.
Το μείζον δεν είναι σήμερα η αναδιανομή με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά η ανάπτυξη που δε δημιουργεί μόνο θέσεις εργασίας σε καφετέριες κλπ, η καινοτομία και παραγωγικότητα και, συναφώς η αναδιάρθρωση της παραγωγής. Τυχόν μέτρα αναδιανομής αυτόν το σκοπό πρέπει να υπηρετούν.
Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αγορά»