‘Αρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *
Από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι σήμερα η Ελλάδα εμφανίζει αποπληθωρισμό, δηλαδή ο γενικός δείκτης τιμών σε ετήσια βάση πέφτει. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρωζώνη, από τον περασμένο Δεκέμβριο. Είναι κακό αυτό; Εκ πρώτης όψεως, όχι.
Η πτώση των τιμών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της ενισχύοντας σημαντικά καίριους τομείς της οικονομικής της δραστηριότητας, όπως ο τουρισμός.
Τα δύο τελευταία χρόνια μάλιστα (το 2013 και ειδικά το 2014) ο τουρισμός εκτινάχθηκε παρέχοντας σημαντική στήριξη στην εθνική οικονομία, ενώ θετικές είναι οι προοπτικές και για το τρέχον έτος (εφόσον υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς).
Τέλος, η μείωση των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες αυξάνει το πραγματικό εισόδημα και άρα την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή (υπό την προϋπόθεση ότι δε θα υπάρξει παράλληλη μείωση του ονομαστικού μισθού). Με τον τρόπο αυτόν, τονώνεται η κατανάλωση και η ζήτηση.
Ειδικά για την Ελλάδα, όπου τα εισοδήματα έχουν πληγεί σημαντικά την τελευταία πενταετία, η εξέλιξη αυτή είναι θετική για τη διαβίωση των νοικοκυριών, λειτουργώντας εν μέρει ως «αντιστάθμισμα» των περικοπών, που έχουν υποστεί σε επίπεδο ονομαστικών εισοδημάτων. Όμως, υπάρχει και άλλη πλευρά.Ο αρνητικός πληθωρισμός φανερώνει ότι η πραγματική οικονομία είναι στάσιμη.
Οι καταναλωτές δεν καταναλώνουν και οι παραγωγοί δεν μπορούν να πουλήσουν αυτά που παράγουν. Η οικονομική δραστηριότητα συνολικά μειώνεται, οι επιχειρήσεις κλείνουν και ωθούν την ανεργία προς τα πάνω.
Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι μια πιθανή «περιδίνηση» της οικονομίας σε «φαύλο κύκλο αποπληθωρισμού», φαινόμενο γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο «deflationary spiral».
Στην περίπτωση αυτή, η πτώση των τιμών συρρικνώνει το κέρδος των επιχειρήσεων, μειώνει το κίνητρο για αύξηση της παραγωγής (αναβολή επενδυτικών σχεδίων), το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε χαμηλότερους μισθούς περιορίζοντας την κατανάλωση, που με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω μειώσεις τιμών και μισθών κ.ο.κ.
Επιπλέον, ο αποπληθωρισμός οδηγεί σε υψηλότερα πραγματικά επιτόκια και καθιστά δυσκολότερη την εξυπηρέτηση των χρεών τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου τομέα. Ειδικά για χώρες με προβλήματα χρέους, όπως η Ελλάδα που αντιμετωπίζει έναν υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ διογκώνει περαιτέρω το λόγο.
Για την Ευρωζώνη, ο αποπληθωρισμός σημαίνει ότι αυξάνονται τα περιθώρια για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Υπενθυμίζω ότι ο στόχος της ΕΚΤ είναι οι τιμές να βρίσκονται κοντά, αλλά κάτω από το 2%.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η ΕΚΤ υιοθέτησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που πρότεινε ο Μάριο Ντράγκι και από το οποίο η Ελλάδα μπορεί να αποκομίσει κέρδη μέχρι € 30 δισ, εφόσον βέβαια βρίσκεται σε πρόγραμμα.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αγορά»