Άρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *
Την εβδομάδα που πέρασε, η προσοχή όλων ήταν δικαιολογημένα στραμμένη στο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της χώρας μας με τους θεσμούς. Το γεγονός αυτό συγκάλυψε μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη για το μέλλον της Ευρωζώνης, άρα και της Ελλάδας. Η εξέλιξη αυτή αφορά στη δημοσιοποίηση από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μιας έκθεσης που εξετάζει τα επόμενα βήματα της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Την έκθεση συνυπογράφουν και οι υπόλοιποι τέσσερις πρόεδροι των ευρωπαϊκών θεσμών. Αφετηρία είναι η διαπίστωση ότι η ευρωζώνη, στην τρέχουσα μορφή της δεν θα μπορέσει να αντέξει την επόμενη πολιτική ή/και οικονομική κρίση. Η έκθεση περιέχει τέσσερα κεφάλαια αφιερωμένα στην οικονομική, νομισματική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση αντίστοιχα. Θέτει δύο χρονικά ορόσημα, ένα βραχυχρόνιο, το 2017 και ένα πιο μακροχρόνιο, το 2025, όπου η ολοκλήρωση της ευρωζώνης πρέπει να έχει τελειώσει. Η οικονομική ένωση, αφορά στον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ώστε να υπάρξει σύγκλιση των δομών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης στην κατεύθυνση κοινών προδιαγραφών. Θυμίζει κατά κάποιο τρόπο την κατά Μάαστριχτ σύγκλιση για την ένταξη στο ευρώ. Αφορά επίσης στην ενδυνάμωση του μηχανισμού παρακολούθησης των μακροοικονομικών ανισορροπιών καθώς και τη δημιουργία «εθνικής αρχής ανταγωνισμού» που θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στα ημερομίσθια σε σχέση με την παραγωγικότητα, πιθανότατα κατά το Ολλανδικό ή Βελγικό μοντέλο. Η νομισματική ένωση περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, και ένα κοινό πρόγραμμα ασφάλισης τραπεζικών καταθέσεων. Επιδιώκει πρόσθετα την επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς χρήματος και κεφαλαίων ενώ προτείνει μια νέα ρυθμιστική αρχή που θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στην χρηματαγορά. Η δημοσιονομική ένωση βασίζεται στην εφαρμογή των υπαρχόντων δημοσιονομικών κανόνων, καθώς και στη δημιουργία ενός δημοσιονομικού σταθεροποιητή (μετά το 2017) που θα συνδέει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις με τον οικονομικό κύκλο. Η πολιτική ένωση επιδιώκει την καλύτερη σύνδεση του Ευρωπαϊκού εξαμήνου (δηλαδή της διαδικασίας συντονισμού των οικονομικών πολιτικών) στις εθνικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μια πρώτη αξιολόγηση της έκθεσης των πέντε προέδρων με οδηγεί στη διαπίστωση ότι η έκθεση εμπεριέχει δύο θετικά στοιχεία και δύο αδυναμίες. Στα θετικά συγκαταλέγονται η τραπεζική ολοκλήρωση καθώς και η ολοκλήρωση στην αγορά χρήματος και κεφαλαίων. Όμως από την έκθεση απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για την ενίσχυση της παρεμβατικότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η παρεμβατικότητα αυτή είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση μελλοντικών υφεσιακών καταστάσεων στην ευρωζώνη. Ίσως χρειαζόταν τουλάχιστον μια δέσμευση ότι η ΕΚΤ χρειάζεται να κάνει περισσότερα ώστε να διατηρεί τη ζήτηση στην ευρωζώνη σταθερή –κάτι που επανειλημμένα έχει αποτύχει να κάνει κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η δεύτερη αδυναμία σχετίζεται με την αντικυκλική πολιτική που ναι μεν εισάγεται, αλλά πολύ δειλά. Η έκθεση αναφέρει ότι η δημοσιονομική πολιτική χρειάζεται να είναι αντικυκλική τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ευρωζώνης. Αλλά το όλο σκεπτικό βασίζεται στην ενίσχυση των δημοσιονομικών κανόνων που δίνουν έμφαση στην μείωση του χρέους και στους οποίους η αντικυκλική πολιτική είναι επακόλουθο. Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ έδειξε ότι μια ισχυρή αντικυκλική πολιτική συνεισφέρει σε μια ισχυρή και διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση. Η έκθεση θα έπρεπε να είχε βάλει την αντικυκλική πολιτική στο κέντρο των προτάσεων. Αντ’ αυτού δίνει έμφαση στην διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Αλλά η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών δεν είναι το ίδιο με την μέριμνα για την μη εμφάνισή τους.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Αγορά”