Από τις αρχές Αυγούστου που υπογράφηκε το τρίτο µνηµόνιο η κυβέρνηση γνώριζε αναλυτικά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι των δανειστών. Μάλιστα, ο σηµερινός αναπληρωτής υπουργός Οικονοµικών Γ. Χουλιαράκης είχε συντάξει, ως υπηρεσιακός υπουργός τότε, µια λεπτοµερή λίστα µε τα µέτρα και τις µεταρρυθµίσεις που θα έπρεπε να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράµµατος, έτσι ώστε να διευκολύνει το έργο της κυβέρνησης που θα προέκυπτε από την κάλπη της 20ής Σεπτεµβρίου. Οι εκλογές έγιναν, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ζήτησαν και έλαβαν ανανεωµένη λαϊκή εντολή, η ώρα της αξιολόγησης έφθασε, αλλά η κυβέρνηση κάθισε στο τραπέζι της διαπραγµάτευσης µε τους εταίρους και δανειστές απροετοίµαστη! Χωρίς σχέδιο! Εχουν περάσει 40 ηµέρες από τότε που ανέλαβε εκ νέου τα ηνία της χώρας και ακόµη δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει τα ισοδύναµα µε τα οποία προεκλογικά υποσχόταν ότι θα αντικαταστήσει σκληρά µέτρα του µνηµονίου, ενώ παράλληλα είναι προφανές ότι δεν διαθέτει ολοκληρωµένες και πειστικές προτάσεις για τα µεγάλα «αγκάθια» της διαπραγµάτευσης, δηλαδή για το φορολογικό, το ασφαλιστικό και τα κόκκινα δάνεια.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ διαρρέουν καθηµερινά εναλλακτικές λύσεις και σενάρια τα οποία µόνον σύγχυση προκαλούν στην κοινωνία και στην αγορά. Φόροι και έκτακτες εισφορές «µπαινοβγαίνουν» µε δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών στα τηλεοπτικά παράθυρα, υπουργοί διαψεύδουν ο ένας τις εξαγγελίες του άλλου και τα ανοικτά µέτωπα αντί να περιορίζονται ολοένα και πληθαίνουν. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγµα της κυβερνητικής αρρυθµίας είναι η υπόθεση του ΦΠΑ στην εκπαίδευση. Η απόφαση για την επιβολή συντελεστή 23% σε όλες τις υπηρεσίες της ιδιωτικής εκπαίδευσης ελήφθη τον περασµένο Ιούλιο, µετά από πρόταση της ίδιας της κυβέρνησης προς τους δανειστές ως ισοδύναµο µέτρο για να αντισταθµιστούν οι απώλειες από τη µείωση του συντελεστή στο βόειο κρέας από 23% σε 13%. Το µέτρο ψηφίστηκε στις αρχές Αυγούστου, αλλά µερικές ηµέρες µετά και αφού είχαν προκηρυχθεί οι εκλογές, οι ίδιοι οι εµπνευστές του δεσµεύθηκαν να το καταργήσουν. Αµέσως µετά τις εκλογές ο υπουργός Παιδείας δήλωνε ότι το µέτρο δεν θα εφαρµοστεί και ο υπουργός Οικονοµικών εµφανιζόταν βέβαιος ότι θα βρεθούν µέτρα ισοδύναµου αποτελέσµατος για να καλυφθεί η δηµοσιονοµική τρύπα, ύψους περίπου 400 εκατ. ευρώ, που θα δηµιουργούσε η κατάργησή του. Στη συνέχεια η κυβέρνηση εξήγγειλε την επιβολή κλιµακωτού ΦΠΑ. Το βασικό σενάριο προέβλεπε να επιβληθεί συντελεστής 23% µόνο στα ιδιωτικά σχολεία, τα φροντιστήρια να επιβαρυνθούν µε 13% και τα ιδιωτικά νηπιαγωγεία και οι παιδικοί σταθµοί να απαλλαγούν εντελώς από τον ΦΠΑ.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΥΤΗ απορρίφθηκε από την Κοµισιόν. «Είτε µηδέν, είτε 23% σε όλα» διεµήνυσαν οι Βρυξέλλες. Και έτσι άρχισε εκ νέου η αναζήτηση ισοδυνάµων, για να µην επιβαρυνθεί η εκπαίδευση. Η κυβέρνηση, για να βγει από το αδιέξοδο, πρότεινε να αντισταθµίσει την απώλεια εσόδων µε την αύξηση των φόρων σε τσιγάρα και ποτά. Οι δανειστές αντιµετώπισαν µε σκεπτικισµό την πρόταση αυτή υποστηρίζοντας ότι θα οδηγήσει σε έξαρση του λαθρεµπορίου στα καπνικά και τα αλκοολούχα προϊόντα, ενώ ανεδαφική αποδείχθηκε και η σκέψη να προκύψουν τα ισοδύναµα από την επιβολή ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα των Ελλήνων στο εξωτερικό. Τα τελευταία 24ωρα υπήρξαν διαρροές από το οικονοµικό επιτελείο ότι το «κενό» θα καλυφθεί µε την αύξηση των τελών κυκλοφορίας. Και αυτό όµως διαψεύστηκε. Κυβερνητικά στελέχη πρότειναν τότε ως ισοδύναµο µέτρο την επιβολή έκτακτης εισφοράς στα ιδιωτικά ΚΤΕΟ. Κανείς όµως δεν σκέφτηκε το απλό: πως ένας κλάδος που έχει ετήσιο τζίρο µόλις 80 εκατ. ευρώ, δεν µπορεί να καλύψει µε µία εισφορά έσοδα 400 εκατ. ευρώ!!! Εκτός αν αυτός είναι ο λόγος που χθες επανήλθε η συζήτηση για αύξηση των τελών κυκλοφορίας… Πάντως, οι ηµέρες περνούν χωρίς να βρίσκεται λύση και το υπουργείο Οικονοµικών δίνει συνεχείς παρατάσεις στην εφαρµογή του µέτρου, το οποίο µε βάση το νόµο που έχει ψηφιστεί θα έπρεπε να είναι σε ισχύ ήδη από τις 16 Οκτωβρίου. Μόνο που οι παρατάσεις δίδονται µε ένα απλό δελτίο Τύπου του υπουργείου, µε αποτέλεσµα οι εφορίες να µην τις αποδέχονται και να βεβαιώνουν πρόστιµα στους επιχειρηµατίες της ιδιωτικής εκπαίδευσης που δεν έχουν συµµορφωθεί µε τον νόµο…
ΚΡΑΥΓΑΛΕΕΣ, όµως, είναι οι κυβερνητικές παλινωδίες και στο ασφαλιστικό. Αµέσως µετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο αρµόδιος υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος δεσµευόταν ότι δεν θα υπάρξουν µειώσεις σε συντάξεις κάτω των 1.500 ευρώ. Τώρα αφήνει ανοικτό το ενδεχόµενο να γίνουν περικοπές και σε συντάξεις κάτω των 1.000 ευρώ. Πριν από τις εκλογές του Σεπτεµβρίου, η κυβέρνηση υποστήριζε ότι έχει διασφαλίσει τη µη εφαρµογή της ψηφισµένης ρήτρας µηδενικού ελλείµµατος στα επικουρικά ταµεία. Τώρα προτείνει την ενοποίηση κύριας και επικουρικής σύνταξης για να ακυρώσει τη ρήτρα, αλλά δεν δεσµεύεται για το τελικό αποτέλεσµα. Την ίδια στιγµή και ενώ οι εκπρόσωποι των δανειστών, και κυρίως του ∆ΝΤ, καθιστούν σαφές ότι χωρίς τη µεταρρύθµιση του ασφαλιστικού δεν θα κλείσει η πρώτη αξιολόγηση, η ελληνική πλευρά δεν έχει ακόµη παρουσιάσει ένα ολοκληρωµένο σχέδιο για τη χρηµατοδότηση των ελλειµµατικών ταµείων. Τα σενάρια που κυκλοφορούν για την επιβολή έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις ή την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών προκαλούν αναστάτωση και δυσφορία στην αγορά. Και, παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση κρατά ακόµη κλειστά τα χαρτιά της…
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΦΑΝΕΣ «αλαλούµ» έχει ήδη βαρύτατες συνέπειες για τη χώρα. Η αξιοπιστία µας τίθεται και πάλι υπό αµφισβήτηση από τους δανειστές. Η εκταµίευση της υποδόσης των 2 δισ. ευρώ, µε την οποία θα πληρώνονταν ληξιπρόθεσµες οφειλές του ∆ηµοσίου προς ιδιώτες, βρίσκεται στον αέρα. Παράλληλα, καθυστερεί και η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, που θα ανοίξει τον δρόµο για να ξεκινήσει επιτέλους η πολυπόθητη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Και βέβαια η παράταση του θρίλερ της διαπραγµάτευσης απειλεί να εκτροχιάσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί µέχρι το τέλος του έτους, για να εξαλειφθεί οριστικά ο κίνδυνος του «κουρέµατος» των καταθέσεων. Τέλος, οι κυβερνητικές παλινωδίες πλήττουν εκτός των άλλων και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Ποιος σοβαρός επενδυτής θα εξετάσει, αλήθεια, το ενδεχόµενο να τοποθετήσει κεφάλαια σε µια οικονοµία που δεν διασφαλίζει ένα σταθερό φορολογικό και εργασιακό πλαίσιο; Μήπως, λοιπόν, είναι -επιτέλους- ώρα να σοβαρευτούµε;