Των Θεόδωρου Φέσσα (ΣΕΒ),
Αθανάσιου Σαββάκη (ΣΒΒΕ), Ευριπίδη Δοντά (ΣΒΘ&ΚΕ),
Δημήτρη Μαθιού (ΣΒΑΠ), Κλεομένη Μπάρλου (ΣΕΒΠΕ)
Τη στιγμή που η Ευρώπη κινείται με γοργούς ρυθμούς προς μια νέα βιομηχανική πολιτική που θέτει φιλόδοξους στόχους και κινητοποιεί χρηματοδοτικούς και επενδυτικούς πόρους, ώστε να αναστραφεί το κύμα αποβιομηχάνισης που σαρώνει την ήπειρό μας, στην Ελλάδα που τόσο έχει ανάγκη την παραγωγή, την εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις σταθερές θέσεις εργασίας, δεν διαθέτουμε στοιχειώδεις αρχές βιομηχανικής πολιτικής, ούτε θεσμικό συνομιλητή των επιχειρήσεων με το κράτος.
Και όμως, η βιομηχανία και η μεταποίηση λειτουργούν πολλαπλασιαστικά για την οικονομία όσο κανένας άλλος τομέας. Σύμφωνα με στοιχεία και μελέτες της BUSINESSEUROPE για την Ευρώπη, οι βιομηχανικές χώρες εμφανίζουν συστηματικά πολύ καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις, συγκριτικά με τις χώρες χωρίς ιδιαίτερη βιομηχανική εξειδίκευση. Επίσης, ο δευτερογενής τομέας καινοτομεί και εξάγει πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα, με μερίδιο 65% στην έρευνα και καινοτομία και 57% στις εξαγωγές πανευρωπαϊκά. Ταυτόχρονα, ο δευτερογενής τομέας παίζει καίριο ρόλο στις καθετοποιημένες αλυσίδες αξίας και τα παραγωγικά δίκτυα και υποστηρίζει μια πληθώρα επιχειρηματικών υπηρεσιών, επαγγελμάτων και τομέων, όπως η εφοδιαστική αλυσίδα. Η μεγαλύτερη όμως συνεισφορά της βιομηχανίας και της μεταποίησης αφορά στην απασχόληση, τόσο στην άμεση απασχόληση όσο και την έμμεση. Υπολογίζεται πως τουλάχιστον το 32% των θέσεων εργασίας του πρωτογενούς τομέα, το 20% στην εφοδιαστική αλυσίδα και το 34% στις υπηρεσίες εξαρτώνται από τη βιομηχανία και τη μεταποίηση.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς χάσαμε το τρένο της ανταγωνιστικότητας στα χρόνια της εύκολης ανάπτυξης (που βασίσθηκε στην κατανάλωση με δανεικά) και επιτρέψαμε τη ραγδαία αποβιομηχάνιση της οικονομίας μας. Η συντριπτική απο-επένδυση στα χρόνια της κρίσης σε συνδυασμό με την υπερ-φορολόγηση και τις ασυνάρτητες πολιτικές στο χώρο της ενέργειας, έφεραν σε ακόμη χειρότερη θέση τον κλάδο της βιομηχανίας και της μεταποίησης. Παρόλ’ αυτά, ακόμη και σήμερα, η βιομηχανία παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος σε συνεισφορά στο ΑΕΠ και ο τρίτος μεγαλύτερος σε απασχόληση, από όλους τους κλάδους παραγωγής.
Στην κρισιμότερη καμπή της κρίσης η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο ταυτόχρονες και καίριες προκλήσεις: Η μια είναι η ανάγκη άμεσης εφαρμογής όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών της συμφωνίας με τους εταίρους. Όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά εφαρμοστεί η συμφωνία, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στην κανονικότητα και την ευημερία. Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην εκπόνηση και υλοποίηση των πολιτικών που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό αντίβαρο, αξιοποιώντας τις πολλές ευκαιρίες που υπάρχουν, περιορίζοντας τις επιπτώσεις του νέου κύκλου ύφεσης που ανοίγεται μπροστά μας και αποτρέποντας τη δομική ανεργία. Πολιτικές που θα στηρίζουν την παραγωγική οικονομία, με στόχο την επιτάχυνση της επιστροφής σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης. Κεντρικό στοιχείο τους πρέπει να είναι η στήριξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης ως βασικά συστατικά μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Και αυτό γιατί ο δευτερογενής τομέας, είναι διαχρονικά ένας ισχυρός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας που δημιουργεί διατηρήσιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Αποτελεί δηλαδή την καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή μιας οικονομικής ανάκαμψης χωρίς νέες θέσεις εργασίας (jobless recovery).
Φαίνονται λοιπόν ξεκάθαρα, τόσο η ανάγκη όσο και τα οφέλη από την ανασυγκρότηση του δευτερογενούς τομέα. Όμως, η αντιμετώπιση των μεταρρυθμιστικών και αναπτυξιακών προκλήσεων απαιτούν δυναμική πολιτική παρέμβαση και ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της βιομηχανίας και της μεταποίησης στην εθνική οικονομία.
Κλειδί σε αυτή την πολιτική παρέμβαση είναι μια αλλαγή νοοτροπίας και πορείας. Αυτή η αλλαγή αφορά στο σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε δύο επίπεδα.
Καταρχήν χρειαζόμαστε διαρθρωτικές παρεμβάσεις που θα απελευθερώσουν τις υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις μέσα από αλλαγές στο επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως οι αδειοδοτήσεις, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, η καινοτομία, η τεχνολογία και η εξωστρέφεια, οι λειτουργικές υποδομές, η λειτουργία και εποπτεία της αγοράς, το δυσβάσταχτο κόστος ενέργειας. Αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα θεραπεύσουν χρόνια προβλήματα και θα δώσουν το στίγμα της νέας αναπτυξιακής λογικής. Κυρίως όμως θα αποτελέσουν το βασικό εργαλείο μεταστροφής της αποεπένδυσης προσελκύοντας νέες ιδιωτικές, και κυρίως, παραγωγικές επενδύσεις που θα πιάσουν τόπο και που θα συμβάλουν στη βελτίωση της οικονομίας σε όρους ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και απασχόλησης.
Παράλληλα όμως με τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις, εξίσου σημαντική είναι και μια παρέμβαση στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των κυβερνητικών πολιτικών στον τομέα της βιομηχανίας. Ο δευτερογενής τομέας, παρά τη σημαντική συνεισφορά του στο ΑΕΠ και στην απασχόληση και παρά την ανάγκη ταχείας ανασυγκρότησης και αποκατάστασης της αναπτυξιακής δυναμικής του, παραμένει χωρίς πολιτικό επισπεύδοντα και αυτοτελή διοικητική δομή. Η σημερινή παραγωγική συγκυρία και ανάγκη ανασυγκρότησης απαιτούν επιτελικές δομές με δυνατότητα συντονισμού, εστίασης και επιτάχυνσης πολιτικών και αποτελεσμάτων. Αυτό δείχνει και η διεθνής εμπειρία.
Είναι συνεπώς επιβεβλημένη η δημιουργία Υπουργείου Βιομηχανίας για τον καλύτερο συντονισμό και την εκπόνηση μια σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής που να φέρει αποτέλεσμα Είναι μια πρακτική που έχει ακολουθηθεί με επιτυχία σε πολλές διαφορετικές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Γαλλία, Φινλανδία, Βρετανία και Ιταλία, μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα με θετική συνεισφορά στην ενίσχυση της βιομηχανίας, στη βελτίωση της συμμετοχής της στο ΑΕΠ, στις εξαγωγές.
Η μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Απαιτεί σχέδιο, οργάνωση και συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Οι παρεμβάσεις που προτείνουμε αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την αποτελεσματική μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας με δυναμική και διατηρήσιμη ανάπτυξη, πολλές και καλές νέες θέσεις εργασίας, εξαγωγικό προσανατολισμό και εδραίωση της χώρας μας ως ενός ελκυστικού προορισμού άμεσων ξένων επενδύσεων.