ΓΡΑΦΕΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ε. ΠΕΤΡΑΚΗΣ*
*Καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΣΤΗΝ ταραγμένη γωνία του κόσμου που βρίσκεται η Ελλάδα, από καιρού εις καιρόν αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά εθνικά προβλήματα. Ορισμένα από αυτά τα κουβαλάμε από το παρελθόν: σχέσεις με την Τουρκία, σχέσεις με τους βόρειους γείτονές μας. Δεν έχουμε την τύχη, όπως η Πορτογαλία, να συνορεύουμε με ένα περισσότερο αναπτυγμένο κράτος και να δεχόμαστε τις θετικές επιδράσεις της γειτνίασης αυτής. Αντιστρόφως εμείς θα πρέπει να λειτουργήσουμε θετικά και υποστηρικτικά προς τις όμορες χώρες εάν θέλουμε κάποια στιγμή να ξαναγυρίσουμε οικονομικά σε αυτές. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα αξιόλογο μέρος των τραπεζικών μας προβλημάτων μετά το 2010, που στη συνέχεια μετετράπησαν σε φορολογικές υποχρεώσεις, οφειλόταν στο ότι ήμασταν ως έναν βαθμό αναγκασμένοι να ανταποκρινόμαστε στις τραπεζικές υποχρεώσεις μας προς τις οικονομίες αυτές, αφού το 20% των δραστηριοτήτων των ελληνικών τραπεζών τις αφορούσε.
ΕΝΑ από τα προβλήματα που μας έχει κληροδοτήσει το μεταπολεμικό παρελθόν είναι το όνομα που θα αντικαταστήσει το προσωρινό «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Είναι γεγονός ότι η εκκρεμότητα μάς κληροδοτεί βάρος. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η παράταση εκκρεμοτήτων δημιουργεί μελλοντικούς κινδύνους. Ετσι, οι εκκρεμότητες σε περιοχές κοντά στο Κόσοβο και σε περιοχές όπως αυτές των Βαλκανίων, που ιστορικά πυροδότησαν ευρωπαϊκές συγκρούσεις, αυξάνει την πιθανότητα μία μελλοντική γενιά (ή ακόμα και εμείς) να εμπλακεί σε κάποιας μορφής περιπέτεια. Αν θέλουμε, λοιπόν, να μειώσουμε τους κινδύνους αυτούς, πρέπει να δίνουμε τέλος στις εκκρεμότητες που υπάρχουν (υφαλοκρηπίδα με την Τουρκία, ονομασία ΠΓΔΜ). Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει. Οπουδήποτε υπάρχει αίμα και πολιτισμικές διαφορές, οι λύσεις είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν.
ΤΑ ΙΔΙΑ ισχύουν και για το συγκεκριμένο πρόβλημα της ΠΓΔΜ.
Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2018 δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας. Οι ΗΠΑ πίεσαν και πιέζουν γι’ αυτό. Οι Ευρωπαίοι εταίροι θα ήταν επίσης ευτυχείς εάν άνοιγε ο δρόμος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα δυτικά Βαλκάνια και φαίνεται ότι στον τομέα αυτό (στη διεύρυνση των αγορών) η Ε.Ε. δικαιώνει απολύτως την ύπαρξή της. Αρκεί, βεβαίως, να απαλλαγούμε οριστικά από τον συνταγματικό αλυτρωτισμό των Σκοπίων. Εξάλλου η παρούσα πολιτική κατάσταση της ΠΓΔΜ αλλά και η οικονομία της χρειάζονται εξωτερική βοήθεια για να σταθούν στα πόδια τους.
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ λοιπόν, ότι το όλο θέμα δεν είναι ένα ζήτημα ονοματολογίας, αλλά σύνθετων διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα είναι ο έκτος κυριότερος εμπορικός εταίρος και κατέχει υψηλή θέση στην εισροή ξένων επενδύσεων στην ΠΓΔΜ. Η Θεσσαλονίκη είναι κρίσιμο λιμάνι για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Εάν, όμως, αποκτήσουμε μία σταθερή γειτονιά δίπλα μας με πολύ μικρή φορολογία (σήμερα έχουν 13% φορολογικό συντελεστή, έναντι 51,7% ημών!) και πολύ μεγάλη ελκυστικότητα επενδύσεων (έχει την 11η θέση στο Doing Business ως πιο ελκυστική οικονομία, έναντι της 67ης θέσης της Ελλάδος), τότε θα είναι σαν να αποκτά πρόσβαση η ελληνική οικονομία σε μία «οικονομική ζώνη με προνομιακούς όρους λειτουργίας». Αυτό θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη οικονομική αφαίμαξη της παραγωγικής δομής ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας. Συμπερασματικά, μπορεί πιθανόν να ευνοηθεί ο εμπορικός κόσμος της Θεσσαλονίκης, αλλά η παραγωγική δομή της Μακεδονίας θα υποφέρει περισσότερο όχι τόσο λόγω ελκυστικότητας που θα οφείλεται στο εργατικό κόστος και την παραγωγικότητα, αλλά λόγω των χαμηλότερων γενικών επιβαρύνσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την προστασία των επενδυτών μειοψηφίας εμείς καταλαμβάνουμε την 43η θέση, ενώ η ΠΓΔΜ την 4η στο Doing Business! Στην ευκολία χρηματοδότησης των επιχειρήσεων εμείς καταλαμβάνουμε την 90ή θέση και η ΠΓΔΜ τη 12η!
ΕΔΩ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να υπενθυμίσουμε ότι η κρίση του 2010 στην Ελλάδα είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, όταν το 2007 άνοιξαν τα σύνορα της Ευρώπης και της Ελλάδας για τις όμορές μας χώρες και βρεθήκαμε πίσω στην ανταγωνιστική κοστολογική αλυσίδα εγκατάστασης και παραγωγής.
ΑΥΤΑ δεν σημαίνουν ότι θα πρέπει να κλείσουμε τα σύνορά μας. Ακριβώς το αντίθετο! Πάντοτε υπάρχουν αντισταθμιστικές πολιτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική του Mακρόν απέναντι στις πρώην ανατολικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η Γαλλία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «εκροής» παραγωγικών μονάδων προς τις χώρες αυτές λόγω κυρίως ανταγωνιστικότητας του εργατικού και διοικητικού κόστους. Αρκεί να μην είμαστε διατεθειμένοι να επαναλάβουμε με την ελαφρότητα του «πολιτικού μας είναι» τα λάθη μας. Ούτε για την ΠΓΔΜ ούτε για την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα Δυτικά Βαλκάνια. Υπάρχει πάντοτε μία θετική αντισταθμιστική πολιτική που θα πρέπει κατ’ αρχάς να διατυπωθεί και στη συνέχεια να ακολουθηθεί.