Η απόφαση του πρωθυπουργού να απαντήσει στο τελεσίγραφο των δανειστών με την προκήρυξη δημοψηφίσματος για την επόμενη Κυριακή 5 Ιουλίου είναι μια κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου. Και αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να σταθμίσει με βεβαιότητα τις αντιδράσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και της παγκόσμιας κοινότητας, απέναντι στη ρηξικέλευθη αυτή πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, που θα προκαλέσει -πιθανότατα από αύριο- σοβαρές αναταράξεις στις οικονομικές και χρηματιστηριακές αγορές. Η εξασθενημένη από την πολυετή οικονομική κρίση χώρα μας διατρέχει τώρα τον σοβαρό κίνδυνο της διεθνούς απομόνωσης, με απρόβλεπτες συνέπειες σε ό,τι αφορά τα ανοικτά εθνικά μας μέτωπα, αλλά και με την πιθανότητα της χρεοκοπίας και της αναγκαστικής εξόδου από την ευρωζώνη να είναι εξαιρετικά αυξημένη.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ θεωρεί δίκαια ότι η τρόικα, τα μέλη της οποίας η ίδια έσπευσε ατυχώς να «βαφτίσει»… θεσμούς, ενώ μόνο θεσμική στάση δεν έχουν, συμπεριφέρεται για άλλη μια φορά σκληρά και ανάλγητα απέναντι στην Ελλάδα. Αυτό προκύπτει ανάγλυφα μέσα από τις εξοντωτικές για τη χώρα μας προτάσεις των δανειστών, που μετά από πέντε συνεχή χρόνια άγριας μνημονιακής αφαίμαξης των αποταμιεύσεων των πολιτών, επιχειρούν τώρα μια νέα ανέντιμη φορολογική επιδρομή σε βάρος της ήδη καθημαγμένης ελληνικής κοινωνίας. Ο στυγνός τους εκβιασμός φθάνει στο πρωτοφανές σημείο να μην αποδέχονται καν τα ισοδύναμα μέτρα που τους προτείνει η ελληνική κυβέρνηση -βλέπε φόρος στον τζόγο, για παράδειγμα- προκειμένου να αλλάξει το άθλιο μείγμα της ακραίας πολιτικής που της ζητούν να εφαρμόσει και που περιλαμβάνει καταστροφικές επιβαρύνσεις για τον τουρισμό μας και για άλλους ζωτικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι με δυσκολία παραμένουν όρθιοι μετά από έξι χρόνια συνεχούς και βαθειάς ύφεσης.
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ αυτή η εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά της τρόικας δημιουργεί την αίσθηση ότι στη σημερινή Ευρώπη υπάρχει σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας. Τι νόημα έχουν, αλήθεια, οι εκλογές σε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. όταν το αποτέλεσμά τους δεν γίνεται σεβαστό ούτε κατ’ ελάχιστον και η νέα κυβέρνηση εξαναγκάζεται υπό το κράτος στυγνού εκβιασμού να εφαρμόσει την ίδια πολιτική με τις προηγούμενες; Μπορεί η Ευρώπη του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας, η Ευρώπη του πολιτισμού και της ανοχής στη διαφορετικότητα, να εκδικείται την αντίθετη άποψη και να τιμωρεί μια ολόκληρη κοινωνία για τις πολιτικές της επιλογές και προτιμήσεις; Είναι άραγε αυτή η Ευρώπη που οραματίστηκαν ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Ζαν Μονέ, αλλά και ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι; Ή μήπως είναι απλώς το αποκρουστικό εξάμβλωμα μιας γερμανικής Ευρώπης, υποταγμένης στα συμφέροντα των κερδοσκόπων των αγορών και στις πολιτικές φιλοδοξίες των ολίγιστων σημερινών ηγετών της;
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ, είναι εξίσου προφανές ότι και η ελληνική κυβέρνηση έκανε σοβαρά λάθη στη διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης. Εμφανίσθηκε ανέτοιμη και χωρίς προτάσεις, με αποτέλεσμα να χάσει πολύτιμο χρόνο, ενώ και η τακτική της «δημιουργικής ασάφειας» που επέλεξε αποδείχθηκε εσφαλμένη. Αλλωστε, την ασάφεια την επιδιώκει πάντα ο ισχυρός, για να της δώσει στη συνέχεια το περιεχόμενο που εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Αντίθετα, ο πιο αδύναμος σε μια διαπραγμάτευση έχει κάθε λόγο να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, για να εξασφαλίσει ότι όσα πέτυχε θα εφαρμοστούν. Και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου δεν συνοδευόταν από χρήματα, γιατί δεν τα ζητήσαμε, αλλά και ότι η πολύμηνη καθυστέρηση των συζητήσεων με τους δανειστές και η συνεπακόλουθη αβεβαιότητα κόστισε πολύ ακριβά στην ελληνική οικονομία, που κυριολεκτικά στέγνωσε από ρευστότητα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μετά από όλα αυτά ο πρωθυπουργός αναγκάσθηκε να παραμερίσει τον Γιάνη Βαρουφάκη και να αναλάβει ο ίδιος το βάρος των συνομιλιών με τους δανειστές.
ΣΗΜΕΡΑ η κυβέρνηση επιχειρεί να κόψει τον γόρδιο δεσμό του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις με το ξίφος του δημοψηφίσματος. Θα μπορούσε όμως, πριν αποφασίσει αυτή την εξαιρετικά υψηλού ρίσκου κίνηση, να επιδιώξει τη συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ώστε να δημιουργηθεί ένα εθνικό μέτωπο απέναντι στους δανειστές και στους εκβιασμούς τους. Δεν το έπραξε. Επέλεξε τη μοναχική πορεία προς τις κάλπες της 5ης Ιουλίου. Ευχή και ελπίδα όλων είναι αυτή η πορεία να οδηγήσει τη χώρα σε μια καλύτερη συμφωνία και επομένως σε μια καλύτερη μοίρα ΕΝΤΟΣ ευρωζώνης και ΕΝΤΟΣ Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αν όμως αυτό δεν συμβεί και η χώρα οδηγηθεί σε επικίνδυνες περιπέτειες στα αχαρτογράφητα και τρικυμισμένα ύδατα της διεθνούς απομόνωσης, οι ευθύνες της κυβέρνησης θα είναι τεράστιες και αναπόδραστες! Ας ζυγίσει λοιπόν ξανά τις πιθανές συνέπειες της απόφασής της με ψυχραιμία και υπευθυνότητα και ας πράξει τα δέοντα. Χρόνος υπάρχει πάντα…