Άρθρο του Γιάννη Α. Μυλόπουλου *
Σήμερα εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε ότι η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτική της λιτότητας που επιβλήθηκε από τους δανειστές στη χώρα μας και προκάλεσε την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, την οικονομική περιθωριοποίηση των Ελλήνων, το πάγωμα της εσωτερικής αγοράς, την καταστροφή της εγχώριας επιχειρηματικότητας και τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις του εθνικού πλούτου προς όφελος διεθνών οικονομικών συμφερόντων, είναι σαφές πλέον ότι εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις επιδιώξεις των ίδιων των δανειστών.
Τα νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης μνημόνια άλλωστε, αναλώνονται σε προβλέψεις που διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των ελληνικών δανειακών υποχρεώσεων και ουδόλως προβλέπουν ρυθμίσεις που να δρομολογούν μια νέα αναπτυξιακή πορεία, ικανή να υπηρετήσει τις ανάγκες της χώρας.
Τώρα λοιπόν που, όπως όλα δείχνουν, πλησιάζουμε στην έξοδο από το τούνελ της επιτροπείας, είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή να οργανώσουμε την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθούν τα λάθη και να θεραπευτούν οι παθογένειες του παρελθόντος.
Η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει λοιπόν να κινηθεί στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που πρώτα μας ανάγκασε σε εξωτερικό δανεισμό και μας οδήγησε σε υπερχρέωση και στη συνέχεια μας επιβλήθηκε, μέσω των μνημονίων, σαν θεραπεία από τα δεινά που η ίδια η νεοφιλελεύθερη συνταγή είχε προκαλέσει.
Πρώτο και βασικό λοιπόν χαρακτηριστικό της ανάταξης της ελληνικής οικονομίας είναι η δρομολόγηση μιας αυτοδύναμης αναπτυξιακής πορείας, ικανής να στηρίξει την Ελλάδα στα πόδια της, χωρίς το δεκανίκι του εξωτερικού δανεισμού.
Η αυτοδύναμη ανάπτυξη προϋποθέτει το σχεδιασμό σε νέες βάσεις ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας. Ενός παραγωγικού μοντέλου δηλαδή που επειδή ακριβώς θα είναι αυτοτροφοδοτούμενο, θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη διάρκεια της αναπτυξιακής πορείας, σε αντίθεση με το ληξιπρόθεσμο και θνησιγενή χαρακτήρα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που στηρίχθηκε σε εξωτερικό δανεισμό.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση για να υπηρετεί το στόχο της αυτοδυναμίας, απαιτεί μια μεγάλη στροφή της ελληνικής οικονομίας στην αξιοποίηση των πολλαπλών ανταγωνιστικών της πλεονεκτημάτων.
Η αυξανόμενη διεθνής ζήτηση των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων και των ειδών της μεσογειακής διατροφής, η ιδιαιτερότητα της φύσης, του κλίματος και των οικοσυστημάτων της ελληνικής υπαίθρου, η μοναδικότητα της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, καθώς το ευρηματικό και επινοητικό ανθρώπινο δυναμικό που σήμερα, δυστυχώς, εγκαταλείπει την πατρίδα, συνιστούν κορυφαία συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, η αξιοποίηση των οποίων αποτελεί κεντρική επιλογή για την ανάταξη της οικονομίας στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Στην προοπτική λοιπόν μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης με χαρακτηριστικά αυτοδυναμίας, οι τομείς της αγροτικής ανάπτυξης, του περιβάλλοντος, των υποδομών, της χωροταξίας και της ανάπτυξης της υπαίθρου, της ενέργειας και των φυσικών πόρων, του τουρισμού και του οικοτουρισμού, του πολιτισμού, αλλά και της παιδείας, πρέπει να αναδιαρθρωθούν εκ βάθρων προκειμένου να υποστηρίξουν τη νέα στροφή προς μια βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.
Δεύτερο και όχι λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό της προσπάθειας για ανάταξη της ελληνικής οικονομίας, είναι η δικαιοσύνη του νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Η ανάπτυξη για να είναι δίκαιη πρέπει να διασφαλίζει πρώτα την ισότιμη πρόσβαση όλων στις οικονομικές ευκαιρίες και στη συνέχεια τη δίκαιη κατανομή των καρπών της ανάπτυξης. Η αρχή αυτή είναι σύμφυτη με την υπόθεση της αυτοδύναμης ανάπτυξης, η οποία στηρίζεται στη συμμετοχή των ίδιων των πολιτών στην προοπτική της αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του τόπου τους. Αντίθετα, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναντάται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η οποία είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς την εξυπηρέτηση παγκοσμιοποιημένων οικονομικών συμφερόντων.
Η αρμονική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ο σεβασμός στους διακριτούς τους ρόλους, είναι μια ακόμη προϋπόθεση της δίκαιης ανάπτυξης. Ιδεοληψίες που θέλουν τον δημόσιο τομέα αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό, καθώς και τον ιδιωτικό οιωνεί παράγοντα διαφθοράς, δεν έχουν θέση στο μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο ρόλος του δημόσιου ως θεματοφύλακα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου, της δημιουργίας κοινωφελών θεσμών, έργων και υποδομών, της αξιοποίησης των δημόσιων αγαθών και της προστασίας του περιβάλλοντος, τον αναγορεύει σε βασικό πυλώνα της δίκαιης ανάπτυξης. Από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας νομιμοποιείται, καθώς στην προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελείται από τις υγιείς τοπικές κοινωνικές δυνάμεις και όχι από κερδοσκοπικούς και εξωχώριους οικονομικούς κατακτητές.
Η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί σήμερα το μεγάλο αίτημα του αντι-νεοφιλελεύθερου μετώπου που έχει συγκροτηθεί από τις υγιείς κοινωνικές δυνάμεις τα δύσκολα χρόνια της μνημονιακής λαίλαπας.
Το μεγάλο αίτημα της βιώσιμης μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου αυτή να αποκτήσει χαρακτηριστικά αυτοδυναμίας, διάρκειας και δικαιοσύνης, θα υλοποιηθεί από τις πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στην υπεύθυνη για τα σημερινά δεινά νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική.
Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που θα αντιπαρατάξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές, θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση και θα αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του τόπου.
* Ο καθηγητής Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ
Πηγή Πληροφοριών: ΑΠΕ