Γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*
*Καθηγητής στην έδρα «Jean Monnet» στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων
Το επόμενο διάστημα, δηλαδή μέχρι τη Σύνοδο της 21ης Ιουνίου, είναι πολύ κρίσιμο. Είναι σαν το τελευταίο κατοστάρι ενός μαραθωνοδρόμου. Υπάρχει τεράστια κούραση, αλλά και ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να τερματίσουμε. Βέβαια στην οικονομία τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Εχει σημασία το πώς θα τερματίσουμε, αλλά και το τι θα βρούμε μετά τον τερματισμό. Ας τα δούμε με τη σειρά.
Η έξοδος στις αγορές προϋποθέτει ότι μέχρι τον προσεχή Ιούνιο (και όχι πέραν του Ιουλίου, ώστε να υπάρχει ο αντίστοιχος χρόνος για τις εκταμιεύσεις) θα κλείσει η τέταρτη αξιολόγηση με ικανοποίηση όλων (;) των προαπαιτούμενων, θα ρυθμιστεί το χρέος και θα διαμορφωθεί το μαξιλάρι ασφαλείας, ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ.
Μπορεί η τεχνική συμφωνία με τους θεσμούς να έκλεισε, όμως μέσα σε ένα μήνα θα πρέπει να θεσμοθετηθούν και να ψηφιστούν όλα συμφωνηθέντα. Μεταξύ αυτών είναι ζητήματα που σχετίζονται με την ενέργεια και τη δημόσια διοίκηση, με τα κλειστά επαγγέλματα και τις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, το οποίο θα επικαιροποιεί και θα εξειδικεύει το ύψος και τη μορφή της λιτότητας που θα ακολουθεί η χώρα μέχρι το τέλος του 2022. Το σχέδιο «ολιστικής ανάπτυξης», που κατατέθηκε ήδη στους θεσμούς, συμβάλλει στην ολοκλήρωση του οδικού χάρτη της χώρας, πλην όμως είναι πολύ γενικό και στερείται συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων και ποσοτικών στόχων.
Αναφορικά με το χρέος, όλα δείχνουν ότι δεν θα υπάρξει γενναία ρύθμιση για τρεις λόγους: πρώτον γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, κάτι που ουδόλως επιθυμεί η γερμανική κυβέρνηση, και δεύτερον διότι τα βλέμματα όλων έχουν πλέον στραφεί στη γειτονική Ιταλία, η πολιτική αστάθεια της οποίας μπορεί να αποτελέσει τη μεγαλύτερη απειλή για τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενας πρόσθετος λόγος είναι ότι οι Ευρωπαίοι διαπιστώνουν ότι εμείς μπορούμε και διαμορφώνουμε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4% στο ΑΕΠ, δηλαδή πολύ πιο πάνω από τον στόχο. Και ως γνωστόν, όσο υψηλότερα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα τόσο πιο εύκολα γίνεται η αποκλιμάκωση του χρέους. Ομως, η τυχόν μη γενναία ρύθμιση του χρέους έχει μια αναπόφευκτη συνέπεια: το χρέος θα στέκεται πάντοτε ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τη χώρα, δημιουργώντας μια ανησυχία στις αγορές και αποθαρρύνοντας μελλοντικούς επενδυτές. Τα επιτόκια δανεισμού μας θα είναι μεγαλύτερα και οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας μικρότεροι. Είναι σαν να εγκλωβίζεται η χώρα σε μια «παγίδα χρέους».
Η τρίτη προϋπόθεση για να βγούμε στις αγορές είναι το χτίσιμο του μαξιλαριού ασφαλείας. Για να είναι πειστικό, θα πρέπει να έχει μέγεθος γύρω στα 20 δισ. ευρώ. Η διαμόρφωση ενός τόσο μεγάλου περισσεύματος δεν είναι καθόλου εύκολη διαδικασία. Τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας έδειξαν ότι το χρέος της χώρας αυξήθηκε θεαματικά μέσα σε ένα τρίμηνο. Δηλαδή από 328 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου (181% του ΑΕΠ) ανέβηκε στα 343 δισ. ευρώ (193% του ΑΕΠ) στο τέλος Μαρτίου. Η αύξηση του χρέους κατά κύριο λόγο οφείλεται στην αύξηση του βραχυχρόνιου εσωτερικού δανεισμού με τη μορφή ρέπος, τα οποία σχεδόν διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 22,5 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου. Η οικονομική λογική, όμως, υποστηρίζει ότι ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ, διαφορετικά καταλήγει σε βάρος της ανάπτυξης, καθώς στερεί από την πραγματική οικονομία και κοινωνία πολύτιμους πόρους για τη βιωσιμότητά τους (π.χ. ληξιπρόθεσμες οφειλές, συντάξεις, ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια).
Μετά την έξοδο, η χώρα θα υπόκειται αφενός μεν στους αυξημένους μηχανισμούς εποπτείας των ευρωπαϊκών θεσμών και αφετέρου στο «άγρυπνο μάτι» των αγορών. Σύμφωνα με τους υπάρχοντες κανονισμούς, η εποπτεία των θεσμών θα είναι αυξημένη για όσο διάστημα δεν έχουμε αποπληρώσει το 75% του χρέους που έχουμε πάρει, ουσιαστικά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Ομως, το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι η εποπτεία των αγορών. Και τούτο διότι οι αγορές επηρεάζονται από διάφορα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα, υπόκεινται σε στροβίλους και προκαλούν αναταραχές. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν έγινε με την πρόσφατη άνοδο των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων; Εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας στην Ιταλία, οι αγορές εγκατέλειψαν επισφαλή λιμάνια και έτρεξαν στα πιο ασφαλή, π.χ. στη Γερμανία. Ως αποτέλεσμα, το επιτόκιο των ελληνικών δεκαετών ομολόγων διαμορφώθηκε στο 4,5%, δηλαδή σε απαγορευτικά επίπεδα για την έξοδο στις αγορές. Τι θα γίνει εάν συνεχιστεί η αναταραχή αυτή;