Quantcast
Κρίση ρευστότητας: Η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας - enikonomia.gr
share

Κρίση ρευστότητας: Η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας

δημοσιεύτηκε:

Κρίση ρευστότητας: Η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας

Γράφει ο Δημήτρης Μάρδας,

Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ

To χρέος της χώρας δε φαίνεται ότι μπορεί να μειωθεί χωρίς ένα νέο γενναίο κούρεμα ή κάποιες άλλες λύσεις με ισοδύναμο αποτέλεσμα. Μια όμως τέτοια προσπάθεια, θα προσκρούσει στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, στους δανειστές μας λοιπόν, καθώς το δημόσιο χρέος της χώρας από ιδιωτικό έγινε σε μια νύχτα, κρατικό. Αυτό σημαίνει ότι το οποιοδήποτε νέο κούρεμα πρέπει να εγκριθεί καταρχάς από τα εθνικά Κοινοβούλια των δανειστών, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, επώδυνο και πολιτικά επικίνδυνο για τις κυβερνήσεις εκείνες που θα φέρουν το θέμα για συζήτηση στα Κοινοβούλιά τους. Παρά τις όποιες αισιόδοξες προοπτικές, το Ινστιτούτο Levy, εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος της χώρας θα ανέλθει στο 205% του ΑΕΠ το 2015.

H ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει όμως δυο προκλήσεις και όχι μια. Η πρώτη ήδη τονίσθηκε προηγουμένως και αναφέρεται στην την κρίση του χρέους. Η δεύτερη αναφέρεται στην έλλειψη της ρευστότητας. Η κρίση του χρέους από μόνη της, δεν μπορεί να θέσει τη χώρα εκτός τροχιάς, ενώ φαίνεται ως ευκολότερα διαχειρίσιμη σε σχέση με τη δεύτερη. Αντίθετα, η έλλειψη ρευστότητας είναι ικανή να προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις, από τη στιγμή που η αρχή της συλλογικής ευθύνης, όπως αυτή υιοθετήθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) εγκαταλειφτεί.

Δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό της μη ύπαρξης συλλογικής ευθύνης σε όλο το εύρος των μέτρων της οικονομικής πολιτικής, το ζούμε σε αρκετές εκφάνσεις της οικονομικής ζωής της ΕΕ. Ένα παράδειγμα δίνεται από την πρόσφατη συμφωνία Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Συμβουλίου αναφορικά με το κούρεμα των καταθέσεων άνω των 100 χιλιάδων ευρώ.

Ειδικότερα, όλοι θεωρούσαμε την προστασία των καταθέσεων έως τις 100 χιλιάδες ευρώ ως δεδομένη, (Βλ. Οδηγία 1994/19 και οι προεκτάσεις της).  Η κρίση όμως στην Κύπρο οδήγησε στην αμφισβήτηση αυτής της αρχής, γεγονός που οδήγησε το 2013 στην έναρξη των διαδικασιών για μια νέα νομοθετική ρύθμιση, στο πλαίσιο της ΕΕ. Η τελευταία προβλέπει, εκτός των άλλων, το εξής: «Κούρεμα» των καταθέσεων άνω των 100 χιλιάδων ευρώ των πολιτών, στο κράτος εκείνο της ΕΕ, όπου οι τράπεζές του αντιμετωπίζουν προβλήματα. Σε αυτό συμφώνησε και το ΕΚ (βλ. σχετική πολιτική απόφαση της 17/12/2013, όπως και απόφαση Συμβουλίου Ecofin της 18/2/2014,).

Υπήρχαν όμως και άλλες λύσεις με μια πιο ευρωπαϊκή διάσταση, που βασίζονται στη συλλογική ευθύνη που έχει επιβληθεί στην ΕΕ, λόγω της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που προωθείται από τη «Συνθήκη του Μάαστριχτ», τα Σύμφωνα Σταθερότητας του 1996 και 2005, τα έξι νομοθετήματα της ΕΕ του 2011 περί «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και ελλειμμάτων», την εκκολαπτόμενη Τραπεζική Ένωση κ.ά.

Έχοντας υπόψη τους περιορισμούς στις εθνικές πολιτικές που εισήγαγαν όλα τα ανωτέρω, η ερώτηση που εύλογα προκύπτει στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συλλογικής ευθύνης είναι η εξής: Γιατί να μη διαχέονται οι επιπτώσεις της κρίσης, που αντιμετωπίζει μια περιοχή της Ένωσης, σε όλα τα μέλη της και γιατί να περιορίζονται μόνο στο όποιο «κακό» κράτος-μέλος της;

Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης λοιπόν, η νέα ρύθμιση, θα μπορούσε να υιοθετήσει μια σειρά μέτρων όπως π.χ. έναν από κοινού φόρο σε όλες τις καταθέσεις των κρατών-μελών.

Εφόσον δε βρίσκεται Ευρωπαϊκή λύση και στο πρόβλημα της ρευστότητας, μέσω των μηχανισμών εκείνων που υιοθετούν τη προαναφερθείσα συλλογική ευθύνη, τότε πρέπει να βρεθούν λύσεις σε εθνικό, με τη συγκατάθεση φυσικά των μελών της Ευρωζώνης.     

Ένας κεντρικός μηχανισμός εποπτείας των τραπεζών της Ευρωζώνης, συνοδευόμενος από ένα κεντρικό μηχανισμό στήριξης των τελευταίων, θα έδινε ικανοποιητικές απαντήσεις στο πρόβλημα. Ένα σύνολο δεσμεύσεων που απορρέουν τόσο από τους υφιστάμενους κανόνες λειτουργίας του προϋπολογισμού της ΕΕ όσο και από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993), σε συνδυασμό με ένα άλλο σύνολο ιδεοληψιών, με πρωτοστάτες Γερμανούς πολιτικούς, εμποδίζουν όμως την ανάπτυξη νέων μέτρων, ικανών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ρευστότητας που απειλεί αυτό το ίδιο το ευρώ.

Έτσι εναλλακτικές λύσεις, σχετικές με τον ελλειμματικό προϋπολογισμό της ΕΕ, την  έκδοση χρήματος από την ΕΚΤ, παραμένουν στις καλένδες ενώ οι φωνές για τη δημιουργία ενός Συμπληρωματικού Νομίσματος  (Complementary Currency), διαρκώς αυξάνονται. Η λύση λοιπόν του προβλήματος της ρευστότητας βρίσκεται εκεί. Πέρυσι ο καθηγητής S. Brunnhuber, παρουσίασε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, μια πρόταση δημιουργίας ενός τέτοιου νομίσματος, που είναι το προϊόν μελέτης του ‘Club of Rome’.

Στο κείμενο που ακολουθεί προτείνονται δυο λύσεις, μέσω δυο τύπων ομολόγων, ικανών να παίξουν τον ρόλο του Συμπληρωματικού Νομίσματος. Οι ιδέες που προτείνονται –όχι μόνο εδώ  αλλά σε όλη την Ευρώπη– μπορεί, κατά πολλούς, να παρουσιάζουν κάποιες τεχνικές αδυναμίες. Το ζητούμενο όμως δεν είναι το δένδρο αλλά το δάσος. Το ζητούμενο είναι λοιπόν η εύρεση άλλων διεξόδων, έξω από τις τετριμμένες, η επεξεργασία των οποίων θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα κάθε ενδεχόμενου τεχνικού προβλήματος.

Πιο συγκεκριμένα, ως προς την πρώτη λύση με σκοπό την αντιμετώπισης του προβλήματος της ρευστότητας, η δημιουργία ενός συνόλου ομολόγων με αναπτυξιακό χαρακτήρα, μπορεί να δώσει επαρκείς απαντήσεις στο υπό εξέταση θέμα. Ειδικότερα, κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, είναι η αξιοποίηση της γης, ιδίως σε τουριστικές περιοχές μέσω της δημιουργίας και εκμετάλλευσης υπερπολυτελών τουριστικο-οικιστικών σχεδίων.

Η δημιουργία ενός νέου τύπου ομολόγων, που θα έχει ως διασφάλιση (collateral) πολυτελή τουριστικά ακίνητα, μπορεί να εξυπηρετήσει, εκτός των άλλων, ταυτόχρονα δύο στόχους: Βελτίωση της ρευστότητας και αύξηση των επενδύσεων, με θετικότατες επιπτώσεις στην απασχόληση. (βλ. αναλυτικότερα μια ολοκληρωμένη πρόταση με στόχο τη ρευστότητα-ανάπτυξη στο http://www.dimiourgikoipolites.gr/ATT00032.pdf).

Αναλυτικότερα, τα νέα αυτά ομόλογα, (ονομαζόμενα «τουριστικά ομόλογα») που θα εκδοθούν σε διάφορες μικρές αξίες, θα χρησιμοποιούνται στην αγορά όπως τα ευρώ (ως υποκατάστατο του ευρώ). Το κράτος μέσω των  υποχρεώσεών του (π.χ. πληρωμές των εφάπαξ, ή προμηθευτών του Δημοσίου) μπορεί να εισάγει τα ομόλογα αυτά στην αγορά. Ο πολίτης από την άλλη, θα μπορεί και ο ίδιος να τα χρησιμοποιεί επίσης για την αποπληρωμή των υποχρεώσεών του απέναντι στο κράτος, όπως και για οποιεσδήποτε αγοροπωλησίες. Αυτά τα ομόλογα, πολυετούς διάρκειας θα είναι μετατρέψιμα στους προαναφερθέντες τύπους τουριστικών ακινήτων. Τα εν λόγω ακίνητα θα κατασκευαστούν μέσω συγχρηματοδοτούμενων σχεδίων κράτους-ιδιωτών (ΣΔΙΤ). Η συμμετοχή του κράτους εντοπίζεται κυρίως στη γη που θα προσφέρει. Κύριοι εταίροι αυτών των κατασκευαστικών σχεδίων θα είναι οι τράπεζες ή ομάδες κατασκευαστών.

Κάθε ακίνητο θα διατίθεται έως 50 χρόνια σε περιορισμένο αριθμό ατόμων (1 έως 5 ιδιοκτήτες) που θα έχουν την πλήρη κυριότητά του (δικαίωμα μεταβίβασης, υποθήκευσης, κληρονομιάς κλπ. Η μέθοδος αυτή, (επωνομαζόμενη ως Fractional), διάθεσης των ιδιοκτησιών, θα δημιουργήσει πολλαπλάσιες επισκέψεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με συνέπεια τη δημιουργία χιλιάδων μόνιμων θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς επαγγελματικής δραστηριότητας( εστιατόρια, σκάφη κλπ. ). Η ιδιωτική διαχείριση των εν λόγω σχεδίων θα δώσει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη μέγιστη δυνατή αγορά υλικών από εγχώριους παραγωγούς, έτσι ώστε να υπάρχει πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία.

Οι κάτοχοι των ονομαζόμενων ‘τουριστικών ομολόγων’ μπορούν να επιλέξουν μια από τις δυο εναλλακτικές λύσεις. Πρώτη: Μπορούν να τα ανταλλάξουν έναντι των ανωτέρω κατοικιών. Δεύτερο: Mε το περάς της δεκαετίας να πάρουν πίσω τα χρήματα τους. Τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, που θα κατατίθενται σε ένα Ταμείο –το επωνομαζόμενο «Ταμείο των Επόμενων Γενεών»-  θα χρησιμοποιηθούν για την εξαγορά των εν λόγω ομολόγων.

Τα οφέλη είναι ευδιάκριτα : Με τα κυκλοφορήσιμα ομόλογα, βελτιώνεται η ρευστότητα στην αγορά,  αξιοποιείται η γη μέσω των τουριστικο-οικιστικών εγκαταστάσεων, αναπτύσσεται μια περιοχή και βοηθείται η εγχώρια βιομηχανία.

Ως προς τη δεύτερη λύση που προτείνεται, με σκοπό τη βελτίωση της ρευστότητας, στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζεται μια άλλη χρήση ομολόγων παρόμοιας υφής με τα ανωτέρω. Η προτεινόμενη χρήση καλείται να αντιμετωπίσει το εντονότατο πρόβλημα των χρεών των επιχειρήσεων.

Σημείο εκκίνησης είναι το ακόλουθο:  Το 85% των Ελληνικών επιχειρήσεων είναι στο κόκκινο λόγω ύφεσης, με άθλιους δείκτες και τραπεζική εικόνα, ως φυσικό παρεπόμενο της ίδιας της κρίσης. Οι όροι πιθανού μελλοντικού δανεισμού με τέτοιους δείκτες, θα τις καθιστούσαν εκ προοιμίου μη-βιώσιμες, δίνοντάς τους απλώς μια αναστολή θανάτου. Εκείνες οι ελάχιστες επιχειρήσεις που θα δανείζονται, με εμπράγματες εξασφαλίσεις και επιτόκια τετραπλάσια και πενταπλάσια από εκείνα των ανταγωνιστών τους στις οικονομίες του Ευρωπαϊκού βορά, τί μέλλον θα μπορούσαν να έχουν;

Το Συμπληρωματικό Νόμισμα που προτείνεται, με την μορφή ομολόγου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την ανακεφαλαιοποίηση πληθώρας υπερχρεωμένων νομικών προσώπων (αγροτικών, μεταποιητικών, τεχνικών, ξενοδοχειακών και άλλων επιχειρήσεων).

Αναλυτικότερα, ως προς την ανακεφαλαιοποίηση μέσω ενός Συμπληρωματικού Νομίσματος  που θα έχει τη μορφή ενός κυκλοφορήσιμου ομολόγου: Το κράτος δημιουργεί ομόλογα έναντι κάποιας αξίας, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, αντιστοιχεί στο χρέος των εταιριών που δέχονται να είναι μέρος της πολιτικής αυτής. Οι εταιρίες, που εντάσσονται στην εξεταζόμενη πολιτική, πραγματοποιούν λοιπόν αύξηση κεφαλαίου ισόποση με το εν λόγω χρέος. Αυτό καλύπτεται, όπως τονίστηκε,  από τα προτεινόμενα ομόλογα.

Τα εν λόγω ομόλογα τα διαχειρίζεται μια Εταιρία Ειδικού Σκοπού, που θα συσταθεί λοιπόν για το σκοπό αυτό. Η Εταιρία αυτή γίνεται μέτοχος (για τις εισηγμένες) ή συνεταίρος (για τις μη εισηγμένες)  κατέχοντας το 51% του κεφαλαίου των επιχειρήσεων, που ανακοινώνουν ότι θέλουν να ενταχθούν στο πρόγραμμα. Αποτελεί λοιπόν το νέο μέτοχο-συνεταίρο των εν λόγω επιχειρήσεων. Τα ομόλογα ως κυκλοφόρησιμα, τα παίρνει η υπερχρεωμένη εταιρία και με αυτά εξοφλά τα χρέη της. Πριν την εκκίνηση του μηχανισμού καταβολής ομολόγων η εταιρία οφείλει να παρουσιάσει ένα business plan που θα το παρακολουθεί η Εταιρία Ειδικού Σκοπού.

Απαλλαγμένη λοιπόν η επιχείρηση από χρέη αρχίζει να επαναλειτουργεί. Αν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα (με μέγιστο τα 8-10 χρόνια) δεν καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για να εξοφλήσει το δάνειο που πήρε υπό μορφή ομολόγων, τότε η επιχείρηση περνά στα χέρια της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού.

Δίνεται το ακόλουθο παράδειγμα για την καλύτερη κατανόηση των προαναφερθέντων. Έχουμε μια τουριστική εταιρία με κεφάλαιο 43 εκ. ευρώ. Χρωστά 15 εκ. ευρώ (11 στις τράπεζες, 2 στο ΙΚΑ και 2 σε προμηθευτές). Αν δεν βρει τα απαραίτητα κεφάλαια, τότε θα ξεπουληθεί για (μέγιστο)  15 εκατομμύρια ευρώ άμεσα. Ο νέος κεφαλαιούχος  (τι εθνότητας;) θα αποκτήσει με το 1/3 των χρημάτων όλη την  εταιρία. Αν δε βρεθεί λύση για ρυθμίσεις των χρεών των εταιριών, τότε μπορεί να δούμε ένα μαζικό αφελληνισμό τουριστικών κ.λπ εταιριών, που θα πουληθούν κοψοχρονιάς, σε Γερμανούς, Ολλανδούς, Άραβες κ.ά.

Αντί  αυτού λοιπόν προτείνεται το εξής: Η εταιρία κάνει αύξηση κεφαλαίου ίση με το ποσό του χρέους της δηλαδή 15 εκ. ευρώ. Το κράτος δημιουργεί ισόποσα ομόλογα με τα οποία «αγοράζει» αυτό το χρέος. Παράλληλα, γίνεται μέτοχος-συνεταίρος με το 51% του κεφαλαίου της εταιρίας. Η εταιρία εξοφλά την Τράπεζα (11 εκ) το ΙΚΑ (2 εκ) και τους προμηθευτές (2 εκ) δίνοντας ισόποσα ομόλογα. Απαλλαγμένη λοιπόν της θηλιάς των δανείων αναπτύσσει το νέο της business plan που το παρακολουθεί, όπως προαναφέρθηκε,  ο συνεταίρος της δηλαδή η Εταιρία Ειδικού Σκοπού. Από την άλλη, αυξάνεται λοιπόν η ρευστότητα στην αγορά και τα ομόλογα αυτά καλύπτουν οτιδήποτε μορφή υποχρεώσεις των Τραπεζών, του ΙΚΑ ή των προμηθευτών προς το Δημόσιο.

Αν, όπως προαναφέρθηκε, η εταιρία δεν τηρήσει το business plan βάσει του οποίου δημιουργήθηκαν τα εν λόγω ομόλογα,  καθώς δε θα εκμεταλλευτεί με τον τρόπο που πρέπει τη σανίδα σωτηρίας που της προσφέρεται, τότε περιέρχεται στην ιδιοκτησία του συνεταίρου δηλαδή της Εταιρίας του Ειδικού Σκοπού.

Η αύξηση του κεφαλαίου θα γίνει είτε:

Α) σε μεμονωμένες επιχειρήσεις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο ή σε μεμονωμένες επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο, είτε.

Β) σε επιχειρήσεις που θα ενταχθούν σε ένα οριζόντιο cluster, όπου εκεί λοιπόν θα οργανωθούν οι επιχειρήσεις που θέλουν να ενταχθούν στο πρόγραμμα και παράγουν ομοειδή προϊόντα.

Με τον τρόπο αυτό, θα σωθούν π.χ. τα ξενοδοχεία που αποτελούν τον κορμό της οικονομίας μας και κινδυνεύουν σήμερα να ξεπουληθούν στο βωμό της “ανάπτυξης”. Επίσης, θα δοθεί η δυνατότητα σε χιλιάδες μικροεπιχειρηματίες και βιοτέχνες, που αποτελούν τον κορμό της οικονομίας να ασχοληθούν παραγωγικά με την ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας συνεργαζόμενοι, αντί να τρέχουν πελαγωμένοι από ταμείο σε ταμείο και από τράπεζα σε τράπεζα.

share
Σχόλια Αναγνωστών
Ροή
Οικονομία
Επιχειρήσεις
Επικαιρότητα

Ενημερωθείτε πρώτοι με τον τρόπο που θέλετε.