Από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου µέχρι σήµερα, το ενδιαφέρον των πολιτών είναι σχεδόν αποκλειστικά εστιασµένο στην πορεία των δραµατικών διαπραγµατεύσεων µε τους δανειστές, που παρότι διαρκούν σχεδόν τρεις µήνες δεν έχουν ακόµη καταλήξει σε κανένα συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Η αγωνία της ελληνικής κοινωνίας είναι απολύτως δικαιολογηµένη, καθώς από την τελική έκβαση των βασανιστικά αργόσυρτων συζητήσεων της νέας κυβέρνησης µε τους «θεσµούς» θα κριθεί η εθνική µας πορεία των επόµενων πολλών ετών. Και βέβαια η παρατεινόµενη επί µακρόν αβεβαιότητα επηρεάζει ήδη πολύ αρνητικά την εσωτερική αγορά της χώρας, επιδεινώνει ραγδαία το οικονοµικό κλίµα, στραγγίζει την ελάχιστη εναποµείνασα ρευστότητα και θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιµότητα πολλών επιτυχηµένων επιχειρήσεων, που µέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της πολυετούς κρίσης εξακολουθούν σήµερα να παρέχουν εργασία σε χιλιάδες Ελληνες.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΕΣΤΙΑΣΜΕΝΟ στη διαπραγµάτευση όµως, όπως φαίνεται, δεν είναι µόνο το ενδιαφέρον των πολιτών, αλλά και αυτό της ηγεσίας και των κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης, µε αποτέλεσµα να παραµελούν ή να εκτελούν πληµµελώς τα καθήκοντά τους στο εσωτερικό της χώρας. Η διαπραγµάτευση απορροφά µέγα µέρος του δυναµισµού των υπουργών, µε συνέπεια να αποδεικνύονται συχνά ανεπαρκείς και αναποτελεσµατικοί στην αντιµετώπιση των καθηµερινών προβληµάτων των πολιτών. Η διακυβέρνηση των πρώτων αυτών µηνών εµφανίζει έντονα συµπτώµατα αρρυθµίας και αποκαλύπτει έλλειψη κεντρικού συντονισµού και απουσία αποφασιστικότητας, ενώ η πολυγλωσσία, που αποτελούσε και προεκλογικά την «αχίλλειο πτέρνα» του ΣΥΡΙΖΑ, εξακολουθεί και σήµερα να είναι ένα από τα µεγαλύτερα πολιτικά προβλήµατα του κυβερνητικού του σχήµατος.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ παραδείγµατα ενδοκυβερνητικής ασυνεννοησίας και αναποφασιστικότητας ζήσαµε πρόσφατα µε αφορµή τις καταλήψεις δηµοσίων κτιρίων και τον τρόπο παρέµβασης των αρχών ασφαλείας, αλλά και µε το µεταναστευτικό, µε τις πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου, καθώς και µε το θέµα της φωτογραφικής διάταξης για την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού, που τόση ζηµία προκάλεσε στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις σε µια κρίσιµη για τη χώρα στιγµή. Κυβερνητικές «γκάφες» έγιναν ακόµη στην επικοινωνιακή διαχείριση των ελληνορωσικών συζητήσεων για τον αγωγό φυσικού αερίου και τις οικονοµικές προσδοκίες της Αθήνας, που ανάγκασαν τη Μόσχα να παρέµβει, αλλά και στο φλέγον ζήτηµα των διαθεσίµων του κρατικού κορβανά, µε τον αναπληρωτή υπουργό ∆ηµ. Μάρδα να αναζητεί τα χρήµατα για να κλείσει η «µαύρη τρύπα» από… παράθυρο σε παράθυρο και από… κανάλι σε κανάλι, προκαλώντας στους πολίτες ανησυχία και πανικό.
ΚΑΙ ΑΥΤΑ είναι µερικά µόνο παραδείγµατα της κυβερνητικής «Βαβέλ» των τελευταίων 2-3 µηνών. Αν αναζητήσουµε δηλώσεις υπουργών και στελεχών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για τη διαπραγµάτευση µε τους δανειστές και για το αν πρέπει να οδηγηθούµε σε έναν έντιµο συµβιβασµό ή στην πλήρη ρήξη, αν αναζητήσουµε τις τοποθετήσεις τους για το ενδεχόµενο δηµοψηφίσµατος ή νέων εθνικών εκλογών, τότε η εικόνα «θολώνει» ακόµη περισσότερο. Και καθίσταται προφανές ότι απαιτείται να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό η συζήτηση µε τους «θεσµούς», να επιτευχθεί ένας αµοιβαία επωφελής συµβιβασµός και στη συνέχεια οι υπουργοί να πέσουν µε τα µούτρα στη δουλειά, για να αντιµετωπίσουν µε φαντασία, αποτελεσµατικότητα, δηµιουργικό πνεύµα και δυναµισµό τα µεγάλα καθηµερινά προβλήµατα του τόπου και του λαού. Η ανοχή που δείχνει η ελληνική κοινωνία σήµερα απέναντι σε λάθη, παραλείψεις, ερασιτεχνισµούς και αβελτηρίες της κυβέρνησης δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόµη. Οταν η διαπραγµάτευση µε τους δανειστές ολοκληρωθεί, ακόµη και αν αποδειχθεί επιτυχής, οι πολίτες θα απαιτήσουν στιβαρή διακυβέρνηση και αξιόλογο έργο. Ας το γνωρίζουν αυτό ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί και ας επιταχύνουν τον βηµατισµό τους… Όσο είναι καιρός!