Η αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του χρέους

‘Αρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *

 

Από το ξεκίνημα της κρίσης και μέχρι σήμερα, το ύψος του Ελληνικού χρέους και το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσής του έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο συζήτησης.  

Το  2009-2010,  το  ΔΝΤ αποφάσισε τελικά να συμμετέχει στη χρηματοδότηση της Ελλάδας παρότι  οι μελέτες της για τη βιωσιμότητα του χρέους προέβλεπαν μικρές πιθανότητες   εξυπηρέτησής του   –   μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση χωρών. 

Η απόφαση αυτή πάρθηκε ώστενα   μην   προκληθεί   επέκταση   της   κρίσης   και   κατά   συνέπεια   ένα   παγκόσμιο   συστημικό   σοκ   στιςχρηματαγορές.  

Αν   και   το   1ο   Μνημόνιο   που   εφάρμοσε   η   Ελλάδα   δεν   είχε   τα   αναμενόμενααποτελέσματα, έδωσε πίστωση χρόνου σε γερμανικές και γαλλικές τράπεζες να απαλλαγούν από ταελληνικά   ομόλογα   που   κρατούσαν   (ύψους   αρκετών   δισ.   ευρώ)   και   επομένως   να   αποφύγουν   τιςσυνέπειες μιας ελληνικής άτακτης χρεοκοπίας ή ενός ευρύτατου “κουρέματος”.

Το 2012 αποφασίστηκεη εφαρμογή του προγράμματος PSI (Private Sector Involvement) δηλαδή η συμμετοχή του ιδιωτικούτομέα στο κόστος διάσωσης κρατών.

Συνολικά, μέσω του PSI το ελληνικό χρέος μειώθηκε κατά €100δισ. περίπου σε ονομαστική αξία.

Στην ουσία όμως το πραγματικό «κούρεμα» είναι αρκετά μικρότερο,το κόστος του οποίου ανέλαβαν οργανισμοί όπως τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, ιδιώτες που κατείχαντα ελληνικά ομόλογα.

Από τις αρχές του 2015, η συζήτηση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέουςέχει αναζωπυρωθεί.  

Αν και μέχρι πρόσφατα το βάρος δινόταν κυρίως στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, οιεταίροι επικεντρώνονται πλέον στις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, για τηναξιολόγηση   της   βιωσιμότητας   του   χρέους   καθώς   αποτυπώνεται   πιο   αποτελεσματικά   η   δομή   τωνπληρωμών σε βάθος χρόνου. 

Χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες συνεπάγονται καλύτερηπρόσβαση στις αγορές και λιγότερο κίνδυνο για την οικονομική σταθερότητα.

Για τους εταίρους, μιασημαντική   πτυχή   για   την   εξυπηρέτηση   του   χρέους   είναι   οι   ετήσιες   αντίστοιχες   δαπάνες   να   μηνξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ της χώρας. Δεδομένης της περαιτέρω επιδείνωσης της ελληνικής οικονομίαςπου   επήλθε   με   τους   περιορισμούς   από   την   επιβολή   των   ελέγχων   στην   κίνηση   κεφαλαίων,   οιακαθάριστες   χρηματοδοτικές   ανάγκες   προς   το   ΑΕΠ   κατά   την   περίοδο   2015-2030   αναμένεται   να φτάσουν κατά μέσο όρο στο 10,4% (βασικό σενάριο) ή στο 13,1% (σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο)και   πάνω   από   το   όριο   του   15%   σε   έναν   αριθμό   ετών.    

Όπως   καταδεικνύουν     τα   διαστήματαεμπιστοσύνης   –   που   αποδίδουν   την   αβεβαιότητα   των   μακροοικονομικών   μεγεθών   και   τουδημοσιονομικού πολλαπλασιαστή  σε ορίζοντα 15ετίας- στο βασικό σενάριο, η πιθανότητα υπέρβασηςτου ορίου ασφαλείας  για το ύψος των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών είναι αρκετά μεγάλη,καθιστώντας την αναδιάρθρωση του χρέους  απαραίτητη.

Αντίστοιχες εκτιμήσεις έχουν γίνει και από τοΔΝΤ, σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο του οποίου   το ελληνικό χρέος θα φτάσει το 200% του ΑΕΠ  μέσαστα   επόμενα   δύο   χρόνια,   καθιστώντας   το   χρέος   μη   διαχειρίσιμο   και   την   αναδιάρθρωσή   τουαπαραίτητη. 

Είναι φανερό ότι το ζητούμενο δεν είναι αν θα γίνει η αναδιάρθρωση, αλλά το πότε και τοπώς.   Αναφορικά   με   την  κατανομή   του   χρέους,   το   44%   του   το   κατέχει   ο   Ευρωπαϊκός   Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το 18,5% οι χώρες της Ευρωζώνης μέσω διακρατικών δανείων, το11% η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το 10% το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ μόλις ένα 16,5% στα χέρια   ιδιωτών.  

Τίθεται   έτσι   το   ερώτημα   ποιος   θα   καλύψει   ένα   «ενδεχόμενο»   “κούρεμα”   χρέους,λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποιοι οργανισμοί (όπως το ΔΝΤ)   έχουν προτεραιότητα στην αποπληρωμή.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αγορά»

Exit mobile version