Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*
Ο
Προϋπολογισμός του 2018 είναι ένας κρίσιμος προϋπολογισμός. Γιατί είναι αυτός που θα μας οδηγήσει στην έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, αλλά και συνολικά από τα μνημόνια στα οποία βρισκόμαστε από το 2010. Η επόμενη μέρα πρέπει να είναι ομαλή, ώστε να μην επηρεαστεί αρνητικά η ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια η ελληνική κοινωνία. Το ερώτημα συνεπώς είναι το κατά πόσο ο Προϋπολογισμός που κατατέθηκε παρέχει αυτές τις εξασφαλίσεις. Είναι, δηλαδή, ο Προϋπολογισμός αναπτυξιακός, είναι δίκαιος, εξασφαλίζει δημοσιονομική ισορροπία; Ολα αυτά είναι απαραίτητα στη μετα-μνημονιακή εποχή. Το άγρυπνο μάτι των αγορών θα παρακολουθεί στενά την πορεία της οικονομίας και εάν διαπιστώνει αστοχίες στην άσκηση πολιτικής, θα μας «τιμωρεί» με αυξημένα επιτόκια. Οσο, λοιπόν, πιο κοντά στον ρεαλισμό είναι ο Προϋπολογισμός του 2018 τόσο πιο μακριά θα είναι οι τιμωρητικές τάσεις των αγορών.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ, όμως, τα δεδομένα: Ο Προϋπολογισμός προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για το 2018, πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% στο ΑΕΠ και μέτρα για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως η πλήρης ανάπτυξη του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, αλλά και παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής στον κρίσιμο τομέα αντιμετώπισης της παιδικής φτώχειας.
ΟΛΑ ΤΑ παραπάνω είναι θετικά. Υπάρχουν, όμως, πολλοί προβληματισμοί σχετικά με τον ρεαλισμό των εκτιμήσεων αυτών.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ αναμένεται να προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων κατά 11,4%. Για να επιτευχθεί, όμως, χρειάζεται να ξεπεραστούν διάφορα εμπόδια, στρεβλώσεις και αντικίνητρα που εξακολουθούν να υπάρχουν στις επιμέρους αγορές και αποτρέπουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ενας ενδιαφερόμενος επενδυτής θέλει να γνωρίζει τι θα συμβεί σε μακροχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή σε πέντε-δέκα έτη. Αποθαρρύνεται όταν βλέπει μια χώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα εργατικού δυναμικού με έντονο δημογραφικό πρόβλημα, υπογεννητικότητα και έξοδο μορφωμένων νέων, χαμηλή παραγωγικότητα λόγω capital controls και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, δηλαδή μια σειρά παραγόντων, πολλοί από τους οποίους αποτελούν κληρονομιά του παρελθόντος, που δεν υπόσχονται μακροχρόνια σταθερότητα. Εάν σε αυτά προσθέσουμε και το ζήτημα της υπερ-φορολόγησης, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Αλλωστε η φετινή τριπλή καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων ανάπτυξης από το 2,7% πέρυσι τέτοια εποχή, σε 1,6% τελικά για φέτος (όταν πριν από μόλις ενάμιση μήνα η πρόβλεψη ήταν για 1,8%) δείχνει ότι ο στόχος της ανάπτυξης είναι δύσκολος. Η ιδιωτική κατανάλωση για φέτος προβλέπεται στο 0,9%, δηλαδή η μισή έναντι της αρχικής εκτίμησης για αύξησή της κατά 1,8% το 2017. Οι επενδύσεις διαμορφώθηκαν στο 5,1%, δηλαδή κατά 44% χαμηλότερα της αρχικής πρόβλεψης για 9,1%.
ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ τομέα προβλέπεται δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 3,8%, δηλαδή πάνω από τον στόχο 3,5% του μνημονίου. Η επιδίωξη πλεονασμάτων παραπάνω απ’ όσο χρειάζονται, δηλαδή η επιδίωξη μεγαλύτερης λιτότητας, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά και εν γένει στην οικονομική δραστηριότητα. Και όσο επιδιώκουμε μεγαλύτερα πλεονάσματα μέσω αυξημένης φορολογίας, παγώματος των δημοσίων επενδύσεων και περικοπής δαπανών, τόσο μικρότερος είναι τελικά ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό στην πρόβλεψη για χαμηλή φετινή ανάπτυξη με ταυτόχρονη υπερ-απόδοση του πλεονάσματος.
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Προϋπολογισμού που κατατέθηκε, η σωστή επιδίωξη του στόχου της κοινωνικής δικαιοσύνης αποδυναμώνεται εξαιτίας εσωτερικών αντιφάσεων. Μία από αυτές αντανακλάται στην εξέλιξη του λόγου των έμμεσων προς άμεσων φόρων. Οι άμεσοι φόροι θεωρούνται δικαιότεροι από τους έμμεσους, καθώς είναι φόροι ανάλογοι του εισοδήματος και όχι φόροι στην κατανάλωση, όπως οι έμμεσοι, οι οποίοι δεν κάνουν διακρίσεις σε έχοντες και μη έχοντες, αλλά επιβαρύνουν όλους το ίδιο, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των πιο αδύναμων νοικοκυριών. Ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους αποτελεί ένδειξη της πρόθεσης της δημοσιονομικής πολιτικής να ενισχύσει την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει ότι όσο μικρότερος είναι ο λόγος τόσο πιο κοινωνικά δίκαιη είναι η φορολογία. Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους, ενώ μειωνόταν συνεχώς μετά το 2011 και μέχρι το 2014, στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά.
*Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων