Γράφει Δρ Κωνσταντίνος Φίλης*
Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών δημιουργεί νέα δεδομένα σε Γερμανία και Ευρώπη. Ο διαφαινόμενος σχηματισμός τρικομματικής κυβέρνησης (εκτός εάν μας εκπλήξουν οι Σοσιαλδημοκράτες τώρα που “άνοιξε” η θέση του υπουργού Οικονομικών) με πυρήνα το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα δίνει ρόλο στους Ελεύθερους Δημοκράτες και τους Πράσινους. Λογικά, οι δύο αυτοί σχηματισμοί θα αλληλοεξουδετερωθούν λόγω των διιστάμενων αντιλήψεών τους, που αφορούν (και) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη Μέρκελ να ευνοείται από την παρουσία των τελευταίων. Οι πρώτοι, πάντως, τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, με επιλεκτική σαφήνεια κατά της διόρθωσης των οικονομικών ανισορροπιών στην Ε.Ε. και υπέρ του βόρειου άξονα των δημοσιονομικά πειθαρχημένων και οικονομικά ισχυρότερων. Το έπραξαν βέβαια (και) προκειμένου να αλιεύσουν ψήφους στα δεξιά τους. Πιεζόμενοι από το CDU της Μέρκελ και τους Πράσινους, λογικά δεν θα επιμείνουν στην πρόταση για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (την οποία, πάντως, συνδυάζουν με “κούρεμα” του χρέους), ωστόσο μπορούν να συμπράξουν σε ζητήματα όπου μοιράζονται ανάλογα “σκληρές” ιδέες με τη συντηρητική Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU).
Η ΜΕΡΚΕΛ, αντιλαμβανόμενη ότι αυτή πιθανόν να είναι η τελευταία θητεία της στην καγκελαρία, δεν θα θελήσει να προκαλέσει περισσότερες αναταράξεις μέσα στην Ευρώπη, ούτε βέβαια να χρεωθεί τυχόν απώλειες στην ευρωζώνη, τις τύχες της οποίας διαφεντεύει η Γερμανία. Από εδώ και πέρα, θα μετρήσει το ανάστημά της σε σχέση με τους Αντενάουερ και Χέλμουτ Κολ και ασφαλώς θα επιθυμούσε να αφήσει ως παρακαταθήκη μια διαφορετική Ευρώπη από τη σημερινή. Όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση των αλλαγών που προωθεί ο Μακρόν, αλλά πάντως σε ένα πιο λειτουργικό και αποδεκτό πλαίσιο. Η καγκελάριος στερείται οράματος, περισσότερο αντιδρά στις εξελίξεις και ασφαλώς το βλέμμα της θα είναι στραμμένο και στο εσωτερικό της χώρας της. Όμως, η έλευση Μακρόν, ο αστάθμητος παράγοντας Τραμπ, η διολίσθηση των κρατών της ανατολικής Ευρώπης στον αυταρχισμό, η ροπή προς τον εθνικισμό, η οικονομική διείσδυση της Κίνας, το Brexit και οι “προβληματικοί” γείτονες Τουρκία και Ρωσία την υποχρεώνουν να αναλάβει ηγετικές πρωτοβουλίες, ώστε η Ε.Ε. να απορροφήσει τους κραδασμούς και να εξέλθει ισχυρότερη των κρίσεων που αντιμετωπίζει.
ΒΕΒΑΙΑ, η συμβίωση με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, οι οποίοι και το διάστημα 2009-2013 είχαν επιδείξει αδιάλλακτη στάση έναντι της Ελλάδας, δεν της δίνει μεγάλα περιθώρια ελιγμών και ευελιξίες έναντι μας, ακόμη και αν το επιθυμούσε. Οι αναγκαίοι συμβιβασμοί με τον κυβερνητικό της εταίρο συνεπάγονται προσδιορισμό των προτεραιοτήτων, αφήνοντας κατά μέρος δευτερεύοντα και σύνθετα θέματα για το εγχώριο ακροατήριο, όπως η διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Τυχόν ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τους Ελεύθερους Δημοκράτες (απαιτείται πάντως ένα πρόσωπο με εμπειρία και τεχνογνωσία) θα δημιουργούσε συνθήκες μεγαλύτερης πίεσης για την απαρέγκλιτη και ταχύτερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων εκ μέρους της Αθήνας, ενώ ίσως προκαλέσει τριβές γύρω από την τρίτη αξιολόγηση. Σε αυτή την περίπτωση, ναι μεν η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά κινδυνεύει η έξοδος από την επιτήρηση να είναι επίπονη και μακρά και η πολιτική λιτότητας συνεχής. Κρίσιμη για τους συσχετισμούς του κυβερνητικού συνασπισμού είναι η προσέγγιση των φιλοευρωπαϊστών Πράσινων – των οποίων οι απόψεις για το ευρωπαϊκό μέλλον συμφωνούν σε αρκετά σημεία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Θα συγκρουστούν, εφόσον παραστεί ανάγκη, για την οικονομία και την Ε.Ε. με τους κυβερνητικούς εταίρους τους ή θα δώσουν έμφαση στην προάσπιση των θέσεών τους για καθαρή ενέργεια, επιλέγοντας το βολικό υπουργείο Εξωτερικών; Στο δεύτερο σενάριο, θα ισχυροποιηθούν οι φωνές των σκεπτικιστών απέναντι στην Ελλάδα, αφήνοντας τη Μέρκελ να υπερασπίζεται την ανάγκη να μη διαταραχθούν οι ευρωπαϊκές ισορροπίες.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ παράπλευρη απώλεια φαίνεται να είναι οι θεμελιώδεις αλλαγές στην ευρωζώνη, που έχει προτείνει ο Γάλλος Πρόεδρος. Στη δεδομένη διστακτικότητα της γερμανικής κυβέρνησης (τουλάχιστον ως προς το παράλληλο Κοινοβούλιο, την κατανομή κονδυλίων ενός κοινού προϋπολογισμού και τον ρόλο του υπερ-υπουργού Οικονομικών) προστίθεται η άρνηση των Ελεύθερων Δημοκρατών για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις προς μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Σημειώνεται πως εκ των πραγμάτων η εγχώρια ατζέντα/σκηνή μετατοπίζεται προς τα δεξιά, με το αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, να αμφισβητούν την καγκελάριο όχι μόνο για τους χειρισμούς της στο προσφυγικό, αλλά και αναφορικά με τη “χλιαρή” στάση της έναντι της Αθήνας.
Τέλος, αποτελεί μεγάλο ερώτημα αν, κατόπιν του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, θα βρει το Βερολίνο κοινό βηματισμό με το Παρίσι και άλλες δυνάμεις σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια (με υπαρκτό τον τρομοκρατικό κίνδυνο), το μεταναστευτικό και τη σύγκλιση σε δημοσιονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
* Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
(Το βιβλίο του καθηγητή Κωνσταντίνου Φίλη «Πρόσφυγες, Ευρώπη, Ανασφάλεια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.)
Πηγή: Real.gr