Οι… ελπιδοφόρες λέξεις «ανάπτυξη» και «επενδύσεις» είναι τα τελευταία δύο-τρία χρόνια οι πλέον πολυχρησιµοποιηµένες από το πολιτικό προσωπικό της χώρας µας, ιδίως µάλιστα κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων… Οι ηγέτες όλων των κοµµάτων τις επαναλαµβάνουν διαρκώς ως τη µαγική συνταγή-«αντίδοτο» στη βαθιά και παρατεταµένη κρίση της εθνικής µας οικονοµίας. Και έχουν δίκαιο. Πράγµατι η χώρα χρειάζεται επειγόντως ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ, ώστε:
• να σπάσει επιτέλους ο επταετής φαύλος κύκλος της ύφεσης, να ανακάµψει και να εισέλθει σε τροχιά σταθερής και βιώσιµης ανάπτυξης η ελληνική οικονοµία,
• να τονωθεί η εγχώρια παραγωγή και να αυξηθούν οι εξαγωγές των προϊόντων µας,
• να δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, προκειµένου να καταπολεµηθεί η κοινωνική µάστιγα της ανεργίας, να ενισχυθεί η κατανάλωση και να αυξηθούν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταµείων, που σήµερα βρίσκονται στο παρά πέντε της κατάρρευσής τους.
ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, προφανές ότι η ελληνική οικονοµία πρέπει τώρα να αλλάξει ταχύτατα, ώστε να καταστεί ελκυστική και να λειτουργήσει ως «µαγνήτης» φρέσκου χρήµατος. Και βέβαια, τα κεφάλαια αυτά που θα χρηµατοδοτήσουν νέες επενδύσεις και θα θέσουν πάλι σε λειτουργία τις αναπτυξιακές «µηχανές» της χώρας δεν είναι δυνατόν να εξευρεθούν χωρίς την αποφασιστική συνδροµή του ιδιωτικού τοµέα. Άλλωστε, οι ήδη περιορισµένοι πόροι του ισχνού Προγράµµατος ∆ηµοσίων Επενδύσεων τα τελευταία χρόνια συνεχώς περικόπτονται, καθώς θυσιάζονται στον βωµό της δηµοσιονοµικής προσαρµογής. Όσο για τα κοινοτικά κονδύλια των ΕΣΠΑ και του πακέτου Γιούνκερ, µπορεί να αποτελούν πολύτιµες ανάσες ρευστότητας για την ασθµαίνουσα αγορά, όµως δεν αρκούν για να δοθεί στην οικονοµία µας η αναπτυξιακή ώθηση που απαιτείται.
ΕΙΝΑΙ χαρακτηριστικό ότι, σύµφωνα µε πρόσφατη µελέτη του ΣΕΒ, η ελληνική οικονοµία θα χρειαστεί κατά τα επόµενα 7 χρόνια επιπλέον επενδύσεις 15 δισ. € κατ’ έτος, απλά και µόνο για να διατηρηθεί το σηµερινό επίπεδο «ευηµερίας». Χρειαζόµαστε, δηλαδή, επιπλέον επενδύσεις τουλάχιστον 105 δισ. €, όταν το πακέτο Γιούνκερ δεν υπερβαίνει τα 35 δισ. στην επταετία. Αν λοιπόν θέλουµε να βελτιώσουµε στοιχειωδώς τη ζωή µας, οι επενδύσεις θα πρέπει να είναι κατά πολύ µεγαλύτερες… Και για να βρεθούν τα χρήµατα αυτά θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, να διαµορφωθεί δηλαδή ένα περιβάλλον που να ευνοεί τις επενδύσεις, δίνοντας κίνητρα σε επιχειρηµατίες εντός και εκτός Ελλάδας για να «ανοίξουν δουλειές» στη χώρα µας.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί ακόµη και σήµερα -µετά την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρµας και τις εκλογές της 20ής Σεπτεµβρίου- να µη δείχνει την αποφασιστικότητα που απαιτείται προκειµένου να τεθούν οι βάσεις για το επενδυτικό άλµα, το οποίο χρειάζεται η χώρα. Μοιάζει προσκολληµένη σε ξεπερασµένες ιδεολογικές εµµονές και αγκυλώσεις, προσπαθεί σε κάθε ευκαιρία να προβάλλει την… ανυποχώρητη αριστεροσύνη της, δηλώνει υπέρµαχος ενός µεγάλου και έντονα παρεµβατικού κράτους και στέλνει έτσι συγκεχυµένα µηνύµατα προς τις διεθνείς αγορές και προς τους επενδυτές. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη παρουσία του πρωθυπουργού στην εκδήλωση του Ιδρύµατος Κλίντον στη Νέα Υόρκη. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν εξαιρετικά πειστικός στην τοποθέτησή του για την ανάγκη αναδιάρθρωσης και ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αλλά όταν η συζήτηση έφθασε στο θέµα των επενδύσεων εµφανίστηκε αµήχανος και χωρίς συγκεκριµένο σχέδιο. ∆εν µίλησε τη γλώσσα της αγοράς και έχασε την ευκαιρία να κερδίσει την εµπιστοσύνη των σηµαντικών οικονοµικών παραγόντων που αποτελούσαν το ακροατήριό του.
ΣΕ ΘΟΛΑ νερά, όµως, κινείται η κυβέρνηση και στον τοµέα των ιδιωτικοποιήσεων, που θα µπορούσαν να βάλουν την Ελλάδα στον παγκόσµιο επενδυτικό χάρτη και µάλιστα σε περίοπτη θέση. Πολλοί υπουργοί της εκφράζουν ανοικτά τις διαφωνίες τους µε τις µνηµονιακές δεσµεύσεις που ο πρωθυπουργός υπέγραψε και οι ίδιοι ψήφισαν µόλις πριν από δύο µήνες, προκαλώντας σύγχυση στους υποψήφιους επενδυτές. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο προεκλογικό πρόγραµµα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται πως η κυβέρνηση έχει αναλάβει να υλοποιήσει µόνον 9 αποκρατικοποιήσεις την επόµενη τριετία, ενώ στο µνηµόνιο προβλέπονται συνολικά 20 µέχρι το τέλος του 2017! Στη λίστα που παρουσίασε το κυβερνητικό κόµµα προεκλογικά δεν υπάρχει καµία αναφορά στις ιδιωτικοποιήσεις των ΕΛΠΕ, ∆ΕΗ, ∆ΕΠΑ, ΕΛΤΑ, ΕΥ∆ΑΠ, ΕΥΑΘ κ.ά., που προαναγγέλλονται µε σαφήνεια στο τελικό κείµενο της συµφωνίας µε τους εταίρους. Σηµειώστε επίσης ότι:
• Η κυβέρνηση δεσµεύθηκε προς τους δανειστές ότι θα προχωρήσει στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και στην ιδιωτικοποίηση της ∆ΕΗ, αλλά η ρητορική των στελεχών της δίνει την εντύπωση ότι τη στρατηγική της χαράσσει ακόµη ο µέγας θιασώτης του κρατισµού Παν. Λαφαζάνης!
• Η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να επισπεύσει τον διαγωνισµό για την πώληση του 67% του ΟΛΠ -σε δύο φάσεις- αλλά επικεφαλής στο αρµόδιο υπουργείο Ναυτιλίας παραµένει ο Θ. ∆ρίτσας, που έχει δηλώσει φανατικά αντίθετος µε τη διαδικασία αυτή!
ΚΑΙ ΟΛΑ αυτά συµβαίνουν σε µια χώρα της ευρωζώνης που στην παγκόσµια κατάταξη για την ανταγωνιστικότητα του World Economic Forum βρίσκεται κάτω από τη Ρουάντα, την Μποτσουάνα και το Τατζικιστάν… Σε µια χώρα που αν δεν εκπέµψει άµεσα ισχυρό και κυρίως καθαρό µήνυµα ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, µέσω της δηµιουργίας ευνοϊκού κλίµατος για επενδύσεις, θα πέσει ακόµη πιο χαµηλά… Ο κίνδυνος της χρεοκοπίας και του Grexit δεν παρήλθε οριστικά. Και η ευκαιρία ανάκαµψης που έχει σήµερα η Ελλάδα είναι η τελευταία. Ας ελπίσουµε ότι οι κυβερνώντες το έχουν συνειδητοποιήσει!