‘Αρθρο του Παναγιώτη Λιαργκόβα *
Την Μεγάλη Τρίτη, δώσαμε στη δημοσιότητα την έκθεση του α’ τριμήνου 2016. Στην έκθεση αναλύουμε διεξοδικά διάφορα ζητήματα. Αξιολογούμε θετικά το (αναμενόμενο;) κλείσιμο της αξιολόγησης, για πολλούς λόγους.
Πρώτα-πρώτα γιατί θα εκπέμπει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση έχει οριστικοποιήσει την απόφασή της για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα για να επιτύχει όσο γίνεται τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η αναμενόμενη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» θα συμπληρώσει την ανα-κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Λογικά αναμένουμε ότι θα δοθεί επιπλέον ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, αν, όπως διαφαίνεται αρχίσουν να υλοποιούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες η χώρα δεσμεύθηκε το καλοκαίρι, όπως για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ακόμη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα εντάξει και την Ελλάδα στο περιβόητο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (= επαναγοράς κρατικών ομολόγων) που ήδη τρέχει για άλλες χώρες. Τέλος, μετά από μια συμφωνία, θα επιταχυνθεί η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Εκτός τούτου η συμφωνία θα επιτρέψει την εκταμίευση των επόμενων δόσεων της δανειακής σύμβασης αποτρέποντας μια καταστροφική νέα κρίση ρευστότητας στο Δημόσιο και στην ιδιωτική οικονομία. Η σημασία τους μπορεί καλύτερα να καταδειχθεί, αν λάβουμε υπόψη ότι μέρος τους προορίζεται για να εξοφλήσει το Κράτος οφειλές του προς τους προμηθευτές, πράγμα που θα συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι τα προτεινόμενα μέτρα στη φορολογία και στο ασφαλιστικό είναι αναπτυξιακά. Κάθε άλλο: θα εντείνουν την ύφεση και θα επιδεινώσουν την ανεργία. Η παρατεταμένη ανεργία, η οποία δυστυχώς αυξάνεται καθώς οι μακροχρόνια άνεργοι (≥12 μηνών) έφτασαν στο 74 % το 4ο τρίμηνο 2015 από 73% το 4ο τρίμηνο 2014 και 40% το 2009, προκαλεί απώλεια δεξιοτήτων, αχρηστεύει γνώσεις, απογοητεύει τους εργαζόμενους και πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες επανένταξης στην παραγωγή. Ο συνδυασμός, μάλιστα, υψηλού ποσοστού ανεργίας και μακροχρόνια ανέργων οδηγεί σε μείωση του ρυθμού μεταβολής του δυνητικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας.
Όμως δεν πρέπει να βλέπουμε τα «δένδρα και να χάνουμε το δάσος». Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης δημιουργούνται προϋποθέσεις για να αποτραπεί η παγίωση μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επιβαρύνσεις του ιδιωτικού τομέα, μείωση των εισοδημάτων στο δημόσιο τομέα, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, έξοδο επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες που φαίνεται ότι προσφέρουν καλύτερο πλαίσιο για τη δράση τους, έξοδο εκπαιδευμένων νέων σε αναζήτηση εργασίας και στάσιμες κρατικές δομές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι αυτόματη ή/και εύκολη η οποιαδήποτε αναστροφή της υπάρχουσας κατάστασης. Θα πρέπει ταυτόχρονα να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, να αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Επίσης, πολιτικές αναταράξεις με οποιαδήποτε μορφή δεν θα βοηθήσουν την οικονομία.
Συμπερασματικά, στην έκθεση διαπιστώνουμε ότι παρά τα υφεσιακά αποτελέσματα που είχαν οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε αφορούν τις χρόνιες δυσλειτουργίες των θεσμών και των μηχανισμών της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι δομικές θεσμικές προσαρμογές (δηλαδή οι δημοσιονομικές και δομικές-θεσμικές προσαρμογές που καταπολεμούν δημοσιονομικά ελλείμματα, φοροδιαφυγή, υπερχρέωση, σπατάλη και διαφθορά, υστέρηση της παραγωγικότητας άκαμπτους θεσμούς, υπερχρέωση κλπ), είναι αναγκαίες.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αγορά»