Άρθρο του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Για την ακρίβεια θάφτηκε κάτω από τόνους χρήματος που τύπωσαν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες μετέθεσαν την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά δεν το έλυσαν.
Οι βασικές ανισορροπίες που παρήγαν την κρίση, εξακολουθούν να υπάρχουν, και το ζητούμενο είναι πώς θα εξαλειφθούν.
Η κύρια αιτία όλων των προβλημάτων είναι ότι δεν ζούμε σε έναν κόσμο ισοσκελισμένου διεθνούς εμπορίου, αλλά σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν χώρες-παραγωγοί με μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα (Γερμανία, Κίνα, Ιαπωνία) και χώρες-καταναλωτές με εμπορικά ελλείμματα (ΗΠΑ).
Σε αυτό το πλαίσιο το κύριο σημείο ανισορροπίας είναι τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ (δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), τα οποία ουσιαστικά καλύπτονται με το συνεχές τύπωμα δολαρίων από την Κεντρική Τράπεζα (Fed). Πρόκειται για μια μη διατηρήσιμη πρακτική, η οποία φουσκώνει συνεχώς το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και υπονομεύει το δολάριο.
Είναι προφανές ότι καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, διότι το αντίτιμο θα ήταν η συνεχής υποτίμηση του νομίσματός της και ο υψηλός πληθωρισμός.
Οι ΗΠΑ όμως μπορούν, διότι έχουν το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις. Όμως ακόμη και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τυπώνουν χρήμα για πάντα.
Οι δύο κινήσεις για την οικονομία των ΗΠΑ
Στο παραπάνω πλαίσιο, βασικός στόχος της προεδρίας Τραμπ είναι να ελεγχθούν τα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ. Για να το πετύχει αυτό η κυβέρνηση Τραμπ, σκοπεύει να κάνει δύο πράγματα:
Το πρώτο είναι να τονώσει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα με κρατικές επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν με νέο χρέος (κατά την κλασική συνταγή του Κέυνς).
Το δεύτερο είναι να μειώσει με δραστικό τρόπο το εμπορικό έλλειμμα, λαμβάνοντας μέτρα προστατευτισμού. Αυτό το δεύτερο σκέλος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει το πρώτο, διότι διαφορετικά τα εισοδήματα που θα αποκτήσουν οι Αμερικανοί θα διαρρεύσουν σε αγορές γερμανικών αυτοκινήτων, κινέζικων υπολογιστών και γιαπωνέζικων τηλεοράσεων.
Τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, στο πλαίσιο του οποίου θα επαναδιαπραγματευτούν το σύνολο των εμπορικών τους σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο.
Παράλληλα θα υποχρεώσουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία να πληρώνουν στο εξής περισσότερα για την ασφάλειά τους, την οποία μεταπολεμικά οι ΗΠΑ τους την παρείχαν περίπου δωρεάν.
Τα πλεονεκτήματά των ΗΠΑ σε αυτή την αντιπαράθεση είναι η πολιτικοστρατιωτική τους ισχύς και βεβαίως ότι είναι ο μεγαλύτερος πελάτης των εξαγωγικών χωρών.
Επανεξέταση στρατηγικών στην Ευρώπη
Εν όψει αυτών των εξελίξεων, αναδιατάσσονται οι ισορροπίες στην Ευρώπη και φυσικά οι στρατηγικές των επί μέρους ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η Γαλλία η οποία αποτελεί το έτερον ήμισυ του πάλαι ποτέ γαλλογερμανικού άξονα.
Έχοντας υστερήσει έναντι της Γερμανίας σε όρους ανταγωνιστικότητας, επιδιώκει αφ’ ενός να διατηρήσει μια επαφή με τις αγγλοσαξονικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία) και αφ’ ετέρου να ελέγξει τη γερμανική οικονομική ισχύ, προβάλλοντας ως αίτημα την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης.
Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει τη δημιουργία κοινής Ευρωπαϊκής Οικονομικής πολιτικής με κοινό Υπουργό Οικονομικών και κοινό προϋπολογισμό.
Στόχος είναι έτσι να ελέγξει έμμεσα τη Γερμανία, καθιερώνοντας ένα πλαίσιο ομογενοποίησης των οικονομικών πολιτικών.
Σαν αντάλλαγμα προσφέρει τη στρατιωτική της ισχύ, καθώς πλέον η Γαλλία είναι η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ μετά την αποχώρηση της Βρετανίας. Παράλληλα η Γαλλία δεν παραλείπει να προωθεί την εδραίωση της επιρροής της στη Μεσόγειο, την οποία παγίως θεωρεί προνομιακό της χώρο.
Η άλλη σημαντική χώρα της Ευρώπης, η Ιταλία, στην παρούσα φάση βρίσκεται σε αρκετά δυσμενή οικονομική κατάσταση:
Το χρέος της φτάνει το 133% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος εξυπηρέτησής του προσεγγίζει το 4% ετησίως.
Με τις τράπεζες της να έχουν πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων και την οικονομία της πρακτικά σε στασιμότητα από την είσοδό της στο ευρώ, η Ιταλία αντιμετωπίζει και ένα δύσκολο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, στο οποίο εδραιώνονται οι αντισυστημικές και ευρωσκεπτικιστικές ομάδες.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα ιδιαίτερα προβληματικό πλαίσιο παραμονής της στο ευρώ, η οποία μεσοπρόθεσμα πιθανώς θα τεθεί σε δοκιμασία.
Μια άλλη χώρα που θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ’ όψιν είναι η Πολωνία.
Είναι από τις χώρες που εντάχθηκαν πρόσφατα στην ΕΕ, έχει αξιόλογο μέγεθος και διάθεση να παίξει πρωτεύοντα ρόλο, και διαθέτει ισχυρά «αντισώματα» κατά της Γερμανίας και κυρίως κατά της Ρωσίας (μετά τον Β΄ΠΠ απέσπασε εδάφη από την πρώτη και έχασε εδάφη από την ΕΣΣΔ, προκάτοχο της δεύτερης).
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η Πολωνία έχει όλα τα φόντα να είναι ένας ιμάντας μετάδοσης της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη, η σημασία της είναι πρωτίστως πολιτική.
Στις παραπάνω συνθήκες είναι ζητούμενη η διαμόρφωση της γερμανικής στρατηγικής.
Θα επιμείνει άραγε η Γερμανία να αξιοποιεί την ΕΕ για να μεγιστοποιεί τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της οφέλη ή θα αναλάβει έναν πιο ηγετικό ρόλο μοιραζόμενη μέρος των επιτυχιών της με τους εταίρους της;
Όσο κι αν θέλει να αποφύγει κάτι τέτοιο, ίσως για πρώτη φορά είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει συνεργασίες, αν θέλει να έχει κάποιες ελπίδες έναντι της αγγλοσαξωνικής πίεσης.
Η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς – με την ευρεία έννοια – είναι άλλωστε η μόνη εναλλακτική επιλογή για τη διοχέτευση της παραγωγής της μετά τις απώλειες εξαγωγών σε χώρες εκτός ΕΕ, τις οποίες αναπόφευκτα θα έχει».