Ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη, χαρά θεού στην Φλωρεντία. Στην Piazza Della Signoria, μπροστά στο μπρούτζινο άγαλμα του Τσελίνι, που αναπαριστά τον μυθικό Περσέα να κρατά ψηλά το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, απολαμβάνω τον καφέ μου. Ανακαλώ στην μνήμη τα περασμένα και προβληματίζομαι για τα μελλούμενα.
Θυμάμαι την 21 Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, το ξενοκίνητο πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Θυμάμαι την αντίσταση κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, την σύλληψη μου από την ασφάλεια, την απομόνωση, την «ανάκριση», την πολύμηνη «περιποίηση» από την περιβόητη στρατιωτική αστυνομία στο ΕΑΤ – ΕΣΣΑ, την βαριά καταδίκη μου από το έκτακτο στρατοδικείο, την φυλακή.
Θυμάμαι την απόδραση μου από τις φυλακές της Κέρκυρας την νύκτα 19 Μαΐου 1971, τον τραυματισμό στο πέσιμο από το πανύψηλο εξωτερικό τοίχο της φυλακής, του συντρόφου μου Μπάμπη Γεωργακάκη, από την Κοξαρέ του Ρεθύμνου. Θυμάμαι το νυκτερινό πέρασμα στα παγωμένα ρεύματα, κολυμπώντας στο στενό από την Κέρκυρα στην Αλβανία, την σύλληψη μου από την συνοριακή περίπολο των Αλβανών στρατιωτών.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρίχρονη καταδίκη μου από «λαϊκό δικαστήριο» στους Άγιους Σαράντα για τη παραβίαση των αλβανικών συνόρων, τους 18 μήνες στο «σταλινικό» στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Αλβανίας στο Fierι (περιγραφή Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»). Δεν ξεχνώ τον πόνο της πείνας, το ψωμί με πριονίδι, τον πόνο του κρύου βουτηγμένοι στην λάσπη του χειμώνα, την αφόρητη ζέστη κάτω από τη κυματοειδή αμιαντοσανίδα της σκεπής του αλβανικού στρατοπέδου το καλοκαίρι, τα ζωύφια που έστηναν χορό στην ανιπλυσιά μας.
Νοέμβριος 1973, στα μεγάφωνα προπαγάνδας του Emver Hotza χλιαρή αναφορά, ταραχές στο πολυτεχνείο στην Αθήνα, υπάρχουν νεκροί και τραυματίες. Αλλαγή φρουράς στην Αθήνα, πέφτει ο δικτάτορας συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Έρχεται ο Δικτάτορας ταξίαρχος Ιωαννίδης. Θεαματική αλλαγή στην συμπεριφορά των Αλβανών. Ο ίδιος αυτοπροσώπως, ο διοικητής του στρατοπέδου με καλεί στο γραφείο του! Μου ανακοινώνει «επισήμως» πως η Αλβανική Βουλή (kouventi populor) μου χαρίζει το υπόλοιπο της ποινής μου, με διαβεβαιώνει ότι ελευθερώνομαι, ούτε αυτός το πίστευε!
Με «εξαφανίζουν» στο πουθενά, με παχαίνουν με υπερσίτιση, με ντύνουν με κουστούμι «μιας χρήσης» και με φορτώνουν «cargo» με απόλυτη μυστικότητα, την τελευταία στιγμή στο μικρό ελικοφόρο UPI χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, με ένα πεντοδόλαρο στο χέρι και «τράνζιτ» στο αεροδρόμιο της Ρώμης, Fumitsino.
Ήμουν ελεύθερος, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Από το αεροδρόμιο της Ρώμης επικοινωνώ με τη Στοκχόλμη, την έδρα μου και η είδηση της απελευθέρωσης μου γίνεται γνωστή στους συναγωνιστές μου. Οι καραμπινιέροι με φιλοξενούν στο τμήμα ασφαλείας του Fumitsino, μεταφέροντας μου το καλωσόρισμα και τις ευχές του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ο Αλέκος Παναγούλης με την Οριάνα Φαλάτση με βρίσκουν πρώτοι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αγκαλιές και φιλιά, «μου θυμίζεις μυρωδιά φυλακής» μου λέει ο Αλέκος.
Το πρωί, με ειδική άδεια της Ιταλικής κυβέρνησης, με βγάζει από το αεροδρόμιο η Αμαλία Φλέμινγκ. Η Αμαλία με φιλοξενεί στο σπίτι της στη Ρώμη με λίγες από τις γάτες της. Ο μουσμούσης της είχε μείνει αιχμάλωτος στην Αθήνα.
Η συνάντηση μου με τον ενθουσιώδη Ανδρέα Παπανδρέου, στη σκιά του Περσέα να κραδαίνει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, ολοκληρώνει τα καλωσορίσματα. Υπήρχε δουλειά να γίνει, το αντιδικτατορικό κίνημα, ο αγώνας για την δημοκρατία δεν περιμένει, οφείλαμε να ξανακερδίσουμε την χώρα μας.
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες απειλές, νέες προκλήσεις και νέα ζητήματα. Η περιοχή μας ανακατατάσσεται, μπαίνουν άλλα πιεστικά δεδομένα, τα Εθνικά μας Θέματα, οι δανειστές, η μειωμένη κυριαρχία, τα δημοσιονομικά και θεσμικά ελλείμματα, το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος, η ανάγκη για παραγωγικές θέσεις εργασίας, η ύφεση, η φτώχεια. Η Ελλάδα, η χώρα μας βρίσκεται σε πολιορκία. Ο Περσέας καλείται να αναμετρηθεί ξανά με την Μέδουσα. Είναι απολύτως αναγκαία η Εθνική Συνεννόηση. Να ξεπεράσουμε το εγώ, να επιστρατεύσουμε το εμείς. Να ξανακερδίσουμε με νέους αγώνες και θυσίες την πατρίδα μας.
Αθήνα 21 Απριλίου 2018
Σήφης Βαλυράκης