Με την υπ’ αρίθμ. 153/2022 απόφαση Ειρηνοδικείου Ρόδου (εκουσία δικαιοδοσία) επιτεύχθηκε νέο «κούρεμα» οφειλών οφειλετών που εντάχθηκαν στον νόμο περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Έτσι, για το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 141.932,72€ κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης, οι αιτούντες υποχρεούνται να καταβάλουν το ποσό των 53.893,76€ σε χρονικό διάστημα 11 ετών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ιστοσελίδα dimokratiki.gr, για τα πρώτα 3 έτη μηνιαία δόση ποσού 362,78€ και για τους 2 αιτούντες και μετά για 8 έτη μηνιαία δόση ποσού 425,35€ για την δεύτερη των αιτούντων. Ο πρώτος εκ των αιτούντων, ηλικίας 76 ετών, είναι συνταξιούχος, το δε ποσό της σύνταξης που λαμβάνει ανέρχεται μηνιαίως στα 870 ευρώ. Είναι παντρεμένος με την δεύτερη αιτούσα, ηλικίας 76 ετών, η οποία είναι επίσης συνταξιούχος και το ποσό της μηνιαίας σύνταξής της ανέρχεται στα 587 ευρώ και έχουν αποκτήσει δύο ενήλικα σήμερα παιδιά.
Άλλη πηγή εισοδήματος δεν αποδείχτηκε ότι διαθέτουν οι αιτούντες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι διαμένουν σε διώροφη οικία, κυριότητας της αιτούσας, συνολικής επιφάνειας 146,62 τμ.
Η αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 51.042,11 ευρώ. Επιπλέον, ο αιτών είναι κύριος ενός οχήματος μικρού κυβισμού/
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, και συγκεκριμένα κατά το έτος 2003 και εντεύθεν, ο πρώτος αιτών είχε αναλάβει χρέη ύψους 37.569,47 ευρώ. Εν συνεχεία, η δεύτερη αιτούσα είχε χρέη ύψους 104.363,25 ευρώ.
Οι αιτούντες βρίσκονται σήμερα σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους.
Η κρίση αυτή συνάγεται από την σχέση της ρευστότητάς τους προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, η υπολειπόμενη ρευστότητά τους δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους, ενώ παράλληλα δεν αναμένεται κάποια αξιόλογη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης στο μέλλον.
Στην αδυναμία αυτή περιήλθαν χωρίς δόλο, αφού κατά το χρόνο ανάληψης των οφειλών τους είχαν σταθερή εργασία που τους εξασφάλιζε ικανοποιητικό μηνιαίο εισόδημα, προκειμένου να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, γεγονός που τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να αποπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις που ανέλαβαν.
Ηταν συνεπείς στην αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων των δανείων τους έως και το έτος 2011, όταν λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων τους δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Το δικαστήριο με την απόφαση του ρυθμίζει τα χρέη των αιτούντων με μηνιαίες καταβολές συνολικού ποσού 362,78 ευρώ, το οποίο θα πρέπει να επιμεριστεί μεταξύ των αιτούντων, ήτοι ο πρώτος εκ των αιτούντων θα καταβάλλει το ποσό των 250 ευρώ και η δεύτερη εκ των αιτούντων το ποσό των 112,78 ευρώ για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών (ήτοι 36 μήνες), οι οποίες θα λαμβάνουν χώρα μέσα στο πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση από τους πιστωτές της απόφασης.
Εξαιρεί της εκποίησης την κύρια κατοικία τους και το αυτοκίνητο και επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλλει στην τράπεζα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, το ποσό των 425,35 ευρώ το μήνα και επί 96 μήνες (8 έτη x 12 μήνες), εντόκως χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Δήμητρα Δασκαλάκη.