Μικρότερες έως και 30% συντάξεις σε όσους ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν ετήσιο εισόδημα από 25.000 ευρώ και πάνω, δίνει το «σχέδιο Κατρούγκαλου» υφαρπάζοντας, αφού δεν θα έχουν κανένα… αντίκρισμα, τις εισφορές όσων θα εμφανίζουν μέσο ετήσιο εισόδημα μέχρι 50.000 ευρώ.
Στα δύο αυτά συμπεράσματα καταλήγει μελέτη του Σ. Ρομπόλη, ομότιμου καθηγητή του Παντείου και του Βασ. Γ. Μπέτση, υποψήφιου διδάκτορα του ίδιου Πανεπιστημίου για την «Ημερησία».
Η μελέτη καταγράφει, βήμα – βήμα, πώς υπονομεύεται η αρχή της αναλογικότητας των εισφορών και των παροχών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και προτείνει τη μείωση τόσο της εισφοράς (20%) όσο και του πλαφόν του ανώτατου ασφαλιστέου εισοδήματος (5.860 ευρώ).
Οι αποδοχές και οι συντάξεις
Με βάση τη μελέτη, το επίπεδο της σύνταξης με ετήσιο εισόδημα από 25.000 και πάνω μειώνεται μέχρι και 30%. Συγκεκριμένα, στο ισχύον σύστημα το επίπεδο της σύνταξης αντιστοιχεί στο 1,3 των εισφορών (στις 100 μονάδες εισφορών το επίπεδο της σύνταξης είναι 130 μονάδες) του ασφαλισμένου που κατέβαλε στον ασφαλιστικό του βίο για 40 έτη ασφάλισης.
Στην πρόταση του υπουργείου για εισοδήματα μέχρι 15.000 ευρώ τον χρόνο, το επίπεδο της σύνταξης αντιστοιχεί στο 1,2 των εισφορών (εθνική και αναλογική σύνταξη) ενώ για εισοδήματα από 15.000 – 25.000 ευρώ τον χρόνο αντιστοιχεί στο 1 προς 1 των εισφορών και για εισοδήματα από 25.000 ευρώ τον χρόνο και πάνω αντιστοιχεί στο 0,75 των εισφορών που κατέβαλε ο ασφαλισμένος!
Οπως εξηγούν, στην κατάσταση αυτή, όπου με εύληπτο τρόπο υπονομεύεται η αρχή της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, η εναλλακτική πρόταση τήρησης της αναλογικότητας εισφορών-παροχών και αποτροπής της προσφυγής σε εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή αναφέρεται στον καθορισμό ανώτατου ορίου ετήσιου εισοδήματος μέχρι 50.000 ευρώ και ποσοστού εισφοράς 15%, δεδομένου ότι το διαμορφούμενο επίπεδο εισφορών της συγκεκριμένης πρότασης αντιστοιχεί στο ανώτερο όριο κύριας σύνταξης (2.304 ευρώ μηνιαίως), ενώ το ανώτατο όριο των 70.000 ευρώ με ποσοστό εισφοράς 20% αντιστοιχεί σε μηνιαία σύνταξη 3.100 ευρώ, όταν το ανώτατο μηνιαίο όριο κύριας σύνταξης έχει καθορισθεί σε 2.304 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία στους ελεύθερους επαγγελματίες με ετήσιο εισόδημα μέχρι 38.000 ευρώ το ποσοστό της εισφοράς είναι 8,23% και από 38.000 -190.000 ευρώ το ποσοστό της εισφοράς είναι επιπλέον 1,87%, γεγονός που σημαίνει ότι με ετήσιο εισόδημα 70.000 ευρώ η ετήσια εισφορά για την συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία στη Γαλλία είναι 3.725 ευρώ, ενώ με την πρόταση του υπουργείου στην Ελλάδα θα είναι 14.000 ευρώ.
Με άλλα λόγια, η θεμελιώδης αυτή εσωτερική αντίφαση είναι προφανές ότι, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, οδηγεί σε φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, δεδομένου ότι η αύξηση των αποδοχών και η αύξηση των εισφορών δεν θα έχουν ανάλογο αντίκρισμα στην αύξηση των συντάξεων.
Χωρίς ανταποδοτικότητα
Επιπλέον, η αύξηση των ετών ασφάλισης είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ανταποδοτικότητα ή την αναλογικότητα εισφορών – παροχών σύνταξης, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται, οι τρεις (ισότητα, αλληλεγγύη των γενεών και αναλογικότητα εισφορών-παροχών) από τις τέσσερις βασικές αρχές του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος:
Το επίπεδο των συντάξεων, κατά βάση, επηρεάζεται από το επίπεδο των αποδοχών, τα έτη ασφάλισης, τα ποσοστά αναπλήρωσης καθώς και από τον τρόπο υπολογισμού τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο υπολογισμός των αποδοχών με βάση τον μέσο όρο του συνόλου του εργασιακού και ασφαλιστικού βίου και όχι με βάση τα καλύτερα εισοδηματικά έτη ασφάλισης του εργασιακού βίου, καθώς και η εσωτερική κατάτμηση των συντελεστών αναπλήρωσης, συνηγορούν στη διαμόρφωση χαμηλότερου επιπέδου συντελεστών αναπλήρωσης και συντάξεων, παρά το ύψος των αποδοχών και τα αυξημένα έτη ασφάλισης.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης υπηρετούν δύο βασικούς στόχους: α) την ενίσχυση των ασφαλισμένων οι οποίοι δεν θα έχουν (ανεργία, ευελιξία, εποχιακή απασχόληση, κ.λπ.) μία συνεχή εργασιακή και ασφαλιστική ζωή και β) την μη δημιουργία αντικινήτρων ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που θα έχουν συνεχή εργασία και πλήρη κοινωνική ασφάλιση.
Η πρόσφατη πρόταση για το Ασφαλιστικό του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απομακρυσμένη από τις προαναφερόμενες αρχές και στόχους εντάσσει όλα τα έτη ασφάλισης (μέσος όρος αποδοχών του συνόλου του εργασιακού και ασφαλιστικού βίου) στους ίδιους συντελεστές των ετήσιων ποσοστών αναπλήρωσης που κυμαίνονται από 0,80% για τα πρώτα 15 χρόνια και καταλήγουν σε ποσοστό 2% ως ποσοστό αναπλήρωσης, όταν ο εργαζόμενος εισέρχεται στο 40ό έτος ασφάλισης.
Έτσι, κατ΄ αυτόν τον τρόπο η πτωτική τάση των συντάξιμων αποδοχών αποτυπώνεται και στο επίπεδο των συντάξεων (αναλογικό τμήμα) το οποίο στα συγκεκριμένα υποδείγματα της αναλογιστικής μελέτης μειώνεται (μισθωτοί) από -33,24% μέχρι και -49,72%.
Αντίστοιχα, τα ποσοστά αναπλήρωσης ανάλογα με τα έτη ασφάλισης κυμαίνονται από 12% μέχρι και 48,7% για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους που θα συνταξιοδοτηθούν μετά την ισχύ του νέου σχεδίου νόμου, ενώ στο ισχύον σύστημα κυμαίνονται από 12% μέχρι 63%.
Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται ότι το μικρότερο ποσό των συντάξιμων αποδοχών σε συνδυασμό με τα μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης οδηγούν σε μικρότερα ποσά σύνταξης ιδιαίτερα για συντάξιμες μέσες αποδοχές υψηλότερες των 1.000 ευρώ. Η διαπίστωση αυτή, από συστημική άποψη, σημαίνει ότι αποτελεί σοβαρή εσωτερική αντίφαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα Μπέβεριτζ (εθνική σύνταξη και αναλογική σύνταξη – προσδιορισμένων παροχών (Ευρώπη) ή προσδιορισμένων εισφορών (Ελλάδα).