Σχεδόν επτά στους δέκα φορολογούμενους δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους όταν τους καλεί η εφορία για έλεγχο.
Σύμφωνα μάλιστα με τα πρώτα συμπεράσματα από μια προκαταρκτική μελέτης που έκανε το φορολογικό τμήμα της ASnetwork με βάση τις υποθέσεις φορολογικών ελέγχων, που χειρίζονται προέκυψε ότι:
• Το 67% των φορολογουμένων που είχαν κληθεί για έλεγχο είχε σχεδόν πλήρη άγνοια της διαδικασίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του.
• Το 20% είχε κάποια γνώση που είχε συγκεντρωθεί από δημοσιεύματα, συζητήσεις με γνωστούς που είχαν ελεγχθεί ή αποσπασματικές συμβουλές από φοροτεχνικούς.
• Μόνο ένα 13% είχε ικανοποιητική γνώση της διαδικασίας του ελέγχου και των πιθανών συνεπειών.
Στο 95% των διενεργηθέντων ελέγχων η αντιμετώπιση των φορολογουμένων ή των εκπροσώπων τους (δικηγόρων, φοροτεχνικών κ.λπ.) από τους ελεγκτές ήταν άκρως ικανοποιητική, με χαρακτηριστικά στοιχεία την ευγένεια, υπομονή και κατανόηση σχετικά με τις προθεσμίες, την υποβολή στοιχείων και δικαιολογητικών, αλλά και εμβρίθεια στη διεξαγωγή του ελέγχου. Το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις διαφωνούμε με τις απόψεις των ελεγκτών δεν μεταβάλλει τη γενικότερη θετική εντύπωση.
Με απλά λόγια, οι φορολογούμενοι πρέπει να γνωρίζουν τα εξής για τη διαδικασία του ελέγχου:
(α) Στις περισσότερες περιπτώσεις κοινοποιείται στον φορολογούμενο συστημένη επιστολή, με την οποία του γνωστοποιείται ότι εκδόθηκε εντολή ελέγχου για συγκεκριμένα έτη. Η ημερομηνία επίδοσης της συστημένης επιστολής έχει σημασία για το θέμα πιθανής παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έλεγχο. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει κοινοποιηθεί πληθώρα τέτοιων επιστολών, που ενημερώνει φορολογουμένους ότι έχουν επιλεγεί προς έλεγχο για τα έτη 2002 – 2013 και όχι μόνο.
(β) Ο οικονομικός εισαγγελέας, σε περίπτωση που αφορμή για τον έλεγχο είναι δική του εντολή, έχει τη δυνατότητα να δεσμεύσει τραπεζικούς λογαριασμούς, τίτλους χρηματιστηριακών προϊόντων, θυρίδες και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, αν έχει υπόνοιες φοροδιαφυγής, ακόμη και πριν κληθεί ο φορολογούμενος για υποβολή στοιχείων.
(γ) Ο έλεγχος ουσιαστικά αρχίζει με την κοινοποίηση στον φορολογούμενο του «Αιτήματος Παροχής Πληροφοριών» με το οποίο καλείται να υποβάλει εντός 5 εργάσιμων ημερομηνιών στοιχεία για τραπεζικούς λογαριασμούς του στην ημεδαπή και αλλοδαπή, χρηματοοικονομικά προϊόντα, μετοχές, δάνεια, συμβόλαια αγοράς ή πώλησης ακινήτων κ.λπ.
Αν ο έλεγχος έχει «ανοίξει» και τους τραπεζικούς λογαριασμούς, ο φορολογούμενος καλείται να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία για την πηγή και αιτία των καταθέσεων (πιστώσεων) συνήθως πάνω από ένα ποσό (πχ. 50.000 ευρώ) αλλά και για ορισμένες αναλήψεις (χρεώσεις).
(δ) Μετά την υποβολή των στοιχείων η φορολογική αρχή εκδίδει την «Προσωρινή Πράξη Προσδιορισμού Φόρου» καταλογίζοντας τον φόρο και τις προσαυξήσεις για ό,τι θεωρηθεί «αποκρυβέν εισόδημα» ή αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας του φορολογουμένου. Οι καταλογιζόμενοι φόροι και οι προσαυξήσεις μπορεί να φτάσουν στο 90% της θεωρούμενης «φοροδιαφυγής». Η φορολογητέα ύλη που θα προκύψει πρέπει να είναι πραγματική και τεκμηριωμένη από τον έλεγχο.
(ε) Ο φορολογούμενος έχει προθεσμία 20 ημερών να υποβάλει υπόμνημα και να αντικρούσει τις απόψεις του ελέγχου, συνυποβάλλοντας πιθανόν και συμπληρωματικά στοιχεία/δικαιολογητικά.
Προσοχή: Με βάση τον πρόσφατο νόμο 4446/16, ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα μέχρι αυτό το στάδιο ελέγχου να ενταχθεί στην «Οικειοθελή Αποκάλυψη Φορολογητέας Υλης» και για όποια «αποκρυβέντα» εισοδήματά του πιστεύει ότι δεν έχει στοιχεία, να πετύχει σημαντική μείωση προστίμων και αποφυγή της ποινικής διαδικασίας. Οι φορολογικές αρχές (ΚΕΦΟΜΕΠ κ.λπ.) ήδη αποστέλλουν σχετικά ενημερωτικά σημειώματα στους φορολογουμένους, που έχουν επιλεγεί για έλεγχο.
(στ) Το επόμενο βήμα είναι η έκδοση από τη φορολογική αρχή της «Οριστικής Πράξης Προσδιορισμού Φόρου», με την οποία ο έλεγχος καταλογίζει φόρους και πρόστιμα σε ό,τι θεωρεί «αποκρυβέν» εισόδημα.
Κατά την παραπάνω πράξη ο φορολογούμενος έχει προθεσμία 30 ημερών να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), η οποία είναι μια επιτροπή εφοριακών και η οποία εξετάζει τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος. Η ΔΕΔ έχει προθεσμία 120 ημερών να αποδεχθεί εν όλω ή εν μέρει την ενδικοφανή προσφυγή ή να την απορρίψει ρητά ή σιωπηρά. Για να προσφύγει στη ΔΕΔ ο φορολογούμενος πρέπει να καταβάλει το 50% των επιβληθέντων φόρων και προστίμων.
(ζ) Τέλος, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στο Εφετείο κατά της ρητής ή σιωπηρής) απορριπτικής απόφασης της ΔΕΔ ή για όποιο μέρος αυτής της απόφασης θεωρεί ότι αδικήθηκε.
Σημειωτέον ότι τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των υποθέσεων για τις οποίες η ΔΕΔ εκδίδει απόφαση, σε σχέση με το παρελθόν, όπου πλειοψηφούσαν οι περιπτώσεις σιωπηλής απόρριψης των ενδικοφανών προσφυγών, ενώ οι σχετικές αποφάσεις είναι γενικά ικανοποιητικά τεκμηριωμένες.
Πηγή: Καθημερινή