Το τελευταίο διάστημα έχουν
αναπτυχθεί έντονες συζητήσεις για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Το ζήτημα
αυτό, όπως είναι λογικό, «καίει» τους ασφαλισμένους, καθώς σχετίζεται ευθέως με
τον προγραμματισμό ζωής, που ο καθένας κάνει. Στην πρώτη πενταετία των
Μνημονίων (2010-2015) τα όρια ηλικίας αυξήθηκαν τρείς φορές και για
συγκεκριμένες περιπτώσεις η αύξηση «άγγιξε» έως και τα 17 χρόνια.
Γράφει ο δικηγόρος, Κώστας Τσουκαλάς
Ανατράπηκαν
οικογενειακοί σχεδιασμοί, και δεδομένης
της αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας την τελευταία δεκαετία, οδήγησε μια σημαντική κατηγορία εργαζομένων
στη μόνιμη φτώχεια, αφού δεν είχαν εργασία, ενώ ταυτόχρονα «έβλεπαν» τα όρια
ηλικίας να αυξάνονται και την συνταξιοδότηση να απομακρύνεται. Τι ισχύει σήμερα και τι προβλέπεται
να ισχύσει;
Το σημερινό καθεστώς στα όρια
ηλικίας συνταξιοδότησης προκύπτει από Τρίτο Μνημόνιο, δηλαδή από τα άρθρα 1 και
από την υποπαράγραφο Ε 3 του ν. 4336/2015, με το οποίο τροποποιήθηκαν οι
διατάξεις των νόμων 4093/2012, 3863/2010 και 3865/2010. Προβλέπεται ρητά ότι από 1-1-2022
ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους τα γενικά όρια ηλικίας, τα 67 έτη δηλαδή για
την πλήρη σύνταξη και τα 62 έτη για τη μειωμένη σύνταξη, όπου αυτή ορίζεται.
Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα λήψης πλήρους σύνταξης σε όλα τα ασφαλιστικά
ταμεία που συγχωνεύθηκαν στον ΕΦΚΑ στα 62 έτη με την προϋπόθεση οι ασφαλισμένοι
να έχουν συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης ή 12.000 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων
έως επτά έτη μπορούν να είναι πλασματικά έτη, με αναγνώριση είτε μέσω εξαγοράς
είτε δωρεάν ανάλογα με το τι προβλέπεται.
Ο νόμος 4336/2015 διαμορφώνει τρείς
κατηγορίες ασφαλισμένων σχετικά με το δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Η πρώτη κατηγορία είναι όσοι είχαν
θεμελιωμένο δικαίωμα συνταξιοδότησης έως 18-8-2015, ημερομηνία έναρξης ισχύος
του ν. 4336/2015. Θεμελιωμένο δικαίωμα είχαν όσοι έως 18-8-2015 είχαν
συμπληρώσει και τα απαιτούμενα χρόνια ή ημέρες ασφάλισης και το κατά περίπτωση
όριο ηλικίας. Οι ασφαλισμένοι αυτοί διατήρησαν το δικαίωμα τους, δεν υπήχθησαν
στις λεγόμενες «μεταβατικές» διατάξεις και μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα τους
χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό και χωρίς τον φόβο ότι μια μελλοντική αλλαγή
νομοθεσίας μπορεί να ανατρέψει τα «ώριμα δικαιώματα» τους. Συγκεκριμένα, η
υπουργική απόφαση που διευκρίνισε την εφαρμογή του ν. 4336/2015 αναφέρει: «Θεμελιωμένα
συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4336/2015, ήτοι μέχρι
και 18.8.2015, στους Οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της
Τράπεζας της Ελλάδος, λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων του απαιτούμενου χρόνου
ασφάλισης και ορίου ηλικίας, όπου αυτό προβλέπεται, δεν θίγονται και δύνανται
να ασκηθούν οποτεδήποτε».
Η
δεύτερη κατηγορία είναι οι ασφαλισμένοι που κατοχυρώνουν δικαίωμα
συνταξιοδότησης έως 31-12-2021. Αυτοί οι ασφαλισμένοι βάσει της με αριθμό Φ11321/οικ.47523/1570/2015 – ΦΕΚ 2311/Β/26-10-2015 Υπουργικής
απόφασης, μπορούν επίσης να ασκήσουν το δικαίωμα τους και μετά την 1η-1-2022
και δεν χάνουν το δικαίωμα ακόμα και αν
συμπληρώνουν το νέο όριο ηλικίας μετά την 1-1-2022. Κατοχυρωμένο
δικαίωμα αναφέρει η επίμαχη και ισχύουσα υπουργική απόφαση, υφίσταται «όταν ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί με τις προϋποθέσεις
που διαμορφώνονται και ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης του απαιτούμενου κατά
περίπτωση χρόνου ασφάλισης ή ορίου ηλικίας, σύμφωνα με το προγενέστερο του Ν.
4336/2015 νομοθετικό πλαίσιο». Για να θεωρηθεί δηλαδή κατοχυρωμένο
δικαίωμα θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια ή
ένσημα και το παλαιό, ισχύον πριν τον ν. 4336/2015, όριο ηλικίας έως 31-12-2021
και όχι το νέο προβλεπόμενο όριο ηλικίας.
Από την ανωτέρω
κατηγορία, όσοι έχουν συμπληρώσει και το νέο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης,
έχουν όχι μόνο κατοχυρωμένο, αλλά και θεμελιωμένο δικαίωμα, και κατά συνέπεια
δεν κινδυνεύουν ούτε από κάποια μελλοντική αλλαγή νόμου. Όσοι έχουν συμπληρώσει
τα απαιτούμενα χρόνια και το παλαιό όριο έχουν μεν κατοχυρώσει δικαίωμα και
βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, μπορούν να συνταξιοδοτηθούν, όταν συμπληρώσουν
το νέο όριο ηλικίας (προφανώς ακόμα και αν συμπληρώνουν αυτό μετά την 1η
-1-2022), δεν έχουν όμως θεμελιωμένο «ώριμο
δικαίωμα» και συνεπώς αν ψηφιστεί νέος νόμος πριν συμπληρώσουν το νέο
όριο, κινδυνεύουν να απολέσουν το
δικαίωμα.
Η τρίτη
κατηγορία είναι όσοι δεν υπάγονται σε μεταβατικές διατάξεις, όσοι δηλαδή είτε
δεν είχαν συμπληρώσει έως το 2012 τις
απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης είτε αν και έχουν συμπληρώσει τα απαιτούμενα έτη έως
το 2021 δεν προλαβαίνουν να συμπληρώσουν έως τότε το παλιό ηλικιακό όριο (π.χ.
άνδρας στο ΙΚΑ που δεν συμπληρώνει τις 10.500 ημέρες έως το 2012, γυναίκα
μητέρα ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε 5.500 ημέρες έως το 2012 και άνδρας δημόσιος
υπάλληλος που έχει 35 έτη ασφάλισης, αλλά δεν συμπληρώνει τα 58 έτη έως το 2021).
Αυτή η κατηγορία ασφαλισμένων, που είναι και η μεγαλύτερη σήμερα, θα
συνταξιοδοτηθεί στα 62 έτη αν τότε έχει συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης, άλλως αν
έχει λιγότερο χρόνο ασφάλισης, θα συνταξιοδοτηθεί με πλήρη σύνταξη στα 67 έτη
και μειωμένη στα 62 έτη ανάλογα με τις προβλεπόμενες διατάξεις. Δικαίωμα
μειωμένης σύνταξης δεν υπάρχει σε όλα τα τέως ταμεία, που συγχωνεύθηκαν στον
ΕΦΚΑ, αλλά αν οι ασφαλισμένοι είχαν έστω και μια ημέρα στην ασφάλιση του ΙΚΑ
τότε μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με μειωμένη σύνταξη, αν έχουν συμπληρώσει 15
έτη ασφάλισης (4.500 ημέρες). Για την λήψη μειωμένης σύνταξης στους παλιούς
ασφαλισμένους απαιτούνται 100 ημέρες ανά έτος την τελευταία πενταετία πριν τα
62 έτη ή 750 ημέρες την τελευταία πενταετία στα ειδικά ταμεία (ΔΕΚΟ, τράπεζες).
Στους νέους ασφαλισμένους (μετά την 1η-1-1993) η απαιτούμενη
προϋπόθεση είναι η συμπλήρωση 750 ημερών ασφάλισης την τελευταία πενταετία. Η
συγκεκριμένη διάταξη που απαιτεί συγκεκριμένο αριθμό ημερών ασφάλισης την
τελευταία 5ετία, είναι βαθιά άδικη και ανεπίκαιρη, δεδομένης της πολύ υψηλής
ανεργίας που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την ηλικιακή κατηγορία ασφαλισμένων
άνω των 55 ετών. Βέβαια τα
ηλικιακά όρια των 67 και των 62 ετών αντίστοιχα δεν είναι «αιώνια», αφού έχει προβλεφθεί πως από την 1η-1-2024
και ανά τριετία θα αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Οφείλουμε να
είμαστε καθησυχαστικοί.
Μέχρι πριν ενάμιση μήνα δεν είχε ακουστεί τίποτα για
αύξηση ορίων ηλικίας. Υπήρχαν κάποια δημοσιεύματα που είχαν παρερμηνεύσει την
έννοια κατοχύρωση δικαιώματος και λανθασμένα ανέφεραν ότι πρέπει οπωσδήποτε να
ασκηθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα έως 31-12-2021, αλλά έως εκεί. Στις 23
Νοεμβρίου, όμως, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση η «έκθεση Πισσαρίδη», η οποία
άνοιξε ξανά -πρώτη φορά μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου- το «καυτό» θέμα
των ορίων ηλικίας.
Η έκθεση Πισσαρίδη έθεσε θέμα ορίων ηλικίας με τρείς
τρόπους. Πρώτον αναφέρει ότι πρέπει να εκλείψουν οι υφιστάμενες εξαιρέσεις στα γενικά όρια ηλικίας των 67 και
των 62 ετών, όπως έχουν εισαχθεί αυτές με τους πίνακες του ν. 4336/2015.
Δεύτερον προτείνει «ρήτρα ανταποδοτικότητας» στην ανταποδοτική σύνταξη, αν
κάποιος δηλαδή συνταξιοδοτείται με μεταβατική διάταξη πριν τα 67 έτη ή τα 62
έτη να έχει ποσοστιαία μείωση και στην ανταποδοτική σύνταξη. Ο νόμος 4387/2016
(νόμος Κατρούγκαλου) προβλέπει στις περιπτώσεις των μειωμένων συντάξεων, η
μείωση να επιβάλλεται μόνο στο ποσό της εθνικής σύνταξης (π.χ. 384 ευρώ – 30% =
268,8 ευρώ) και όχι στην ανταποδοτική, η οποία καταβάλλεται πλήρης σε κάθε
περίπτωση. Τρίτον με την
γενικόλογη αναφορά της στην ανάγκη εξορθολογισμού των κανόνων εξαγοράς των
πλασματικών ετών (οι κανόνες έχουν ήδη από 1-1-2020 ενιαιοποιηθεί σε όλα τα ταμεία, άρα
προς τί ο εξορθολογισμός;), ανοίγει την πόρτα σε ενδεχόμενη δυσχέρανση της
θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης με χρήση πλασματικών ετών (είτε με
μείωση των δικαιούμενων πλασματικών ετών είτε με αύξηση του κόστους τους, ώστε
να δίνεται ισχυρό αντικίνητρο στους ασφαλισμένους).
Ο πρώην υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έσπευσε μετά την παρουσίαση των προτάσεων της «έκθεσης Πισσαρίδη» να
κλείσει το θέμα, αναφέροντας ρητά ότι «δεν υφίσταται θέμα αύξησης ορίων
ηλικίας». Θετική η παρέμβαση του, αλλά ούτε οι προηγούμενες νομοθετικές
παρεμβάσεις, που αύξησαν κατακόρυφα τα όρια τα ηλικίας, είχαν ανακοινωθεί από
τις κυβερνήσεις. Ελπίζουμε να μην τεθεί ξανά το θέμα, αφ’ ενός γιατί μια εκ
νέου αύξηση ορίων ηλικίας θα «γκρεμίσει» οριστικά την αξιοπιστία του
ασφαλιστικού συστήματος (κατ’ εξακολούθηση διάψευση προσδοκιών και
οικογενειακού προγραμματισμού μέσω αύξησης ορίων ηλικίας), αφ’ έτερου δε είναι
παντελώς αχρείαστη, καθώς σήμερα η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα όρια ηλικίας
στην Ευρώπη. Συν τοις άλλοις, η ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έχει δηλώσει
πολλές φορές πως το ασφαλιστικό σύστημα με την σημερινή του δομή είναι βιώσιμο
έως το 2060.
Δείτε εδώ τους πίνακες με τα όρια ηλικίας