Τον κίνδυνο η μέση σύνταξη να πέσει στα 404 ευρώ, επισημαίνει με νέα παρέμβασή του ο Όμιλος για τα Κοινωνικά και Εργασιακά Δικαιώματα (ΟΚΕΔ).
Ειδικότερα σύμφωνα με μελέτη του Ομίλου για τα Κοινωνικά και Εργασιακά Δικαιώματα (ΟΚΕΔ) που εκπονήθηκε με ευθύνη του επιστημονικού υπευθύνου του Ομίλου καθηγητή Σάββα Ρομπόλη και του Βασίλη Μπέτση αναδεικνύεται πώς από τα από τα δίδυμα ελλείμματα (προϋπολογισμού και εξωτερικού ισοζυγίου) φτάσαμε στη δίδυμη φτωχοποίηση.
Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για νέες πιέσεις των δανειστών ως προς τη συνταξιοδοτική δαπάνη ώστε αυτή να περιοριστεί στο 55% του εισοδήματος των εν ενεργεία.
Σε μια τέτοια περίπτωση και με δεδομένο ότι το φορολογητέο εισόδημα κινείται στα 735 ευρώ το μήνα, η μέση σύνταξη κινδυνεύει να περιοριστεί στα 404 ευρώ!
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων που αναφέρονται στον αριθμό των φορολογουμένων και στο δηλωθέν εισόδημα του έτους 2015, σύμφωνα με τα οποία το 58% του πληθυσμού δήλωσε ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ (από το σύνολο των 6.194.233 ατόμων που υπέβαλαν φορολογική δήλωση) και το 75% δήλωσε ετήσιο εισόδημα μέχρι 16.000 ευρώ (δηλαδή 3 στους 4 δήλωσε ετήσιο εισόδημα μέχρι 16.000 ευρώ).
Από την κατανομή των εισοδημάτων ο μέσος μηνιαίος μεικτός μισθός ανέρχεται στα 735 ευρώ.
Ταυτόχρονα, εάν λάβουμε υπόψη και τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία του συστήματος ΗΛΙΟΣ, η μέση μηνιαία μεικτή σύνταξη ανέρχεται στα 722 ευρώ. Δηλαδή, ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης το 2016 (ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης συγκρίνει το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων) είναι 98%!
Ο αντίστοιχος στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης το 2010 ήταν 84,5% (1.100 ευρώ μέση μηνιαία μεικτή σύνταξη και 1.300 ευρώ μέσος μηνιαίος μεικτός μισθός). Τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν με τον πιο εύληπτο τρόπο την στρατηγική αλλά και τα λάθη των ασκούμενων πολιτικών των Μνημονίων. Το 2010, οι δανειστές υποστήριζαν ότι ο συντελεστής αναπλήρωσης του 85% ήταν πολύ υψηλός και ως εκ τούτου θεωρούσαν ότι ένας εργαζόμενος των 1.300 ευρώ μηνιαίως δεν μπορεί να χρηματοδοτεί μία μέση μηνιαία μεικτή σύνταξη ύψους 1.100 ευρώ, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να είναι βιώσιμο το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας. Έτσι, θεωρούσαν ότι ο συντελεστής αναπλήρωσης που μπορεί να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι 50%-55% (κύρια σύνταξη).
Στην βάση αυτής της εκτίμησης των δανειστών και των ελληνικών κυβερνήσεων βασίστηκαν οι συντελούμενες διαδοχικά μειώσεις των συντάξεων. Η συνταξιοδοτική δαπάνη κατά το διάστημα 2010-2016 μειώθηκε κατά μέσο όρο 35%. Αν διαιρέσουμε τα 722 ευρώ που είναι σήμερα η μέση μηνιαία μεικτή σύνταξη με τα 1.300 ευρώ που ήταν ο μέσος μηνιαίος το 2010, διαπιστώνουμε ότι ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης είναι 55%, γεγονός που αποκαλύπτει τη στρατηγική στόχευση των δανειστών και την ακολουθούμενη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2010 που δεν είναι άλλη από την σημαντική μείωση του επιπέδου των συντάξεων.
Όμως, το λάθος στους υπολογισμούς τους ήταν και είναι οι σημαντικές απορρυθμιστικές παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις και γενικότερα στην αγορά εργασίας, παράλληλα με τις ασκούμενες πολιτικές της ύφεσης, της λιτότητας και της αύξησης της ανεργίας, οι οποίες, μεταξύ των άλλων, επέφεραν σοβαρές μειώσεις των εισοδημάτων των εργαζομένων, με τον μέσο μεικτό μισθό του εργαζόμενου να διαμορφώνεται στα 735 ευρώ τον μήνα και τον στιγμιαίο συντελεστή αναπλήρωσης να αυξάνεται από 84,5% το 2010 στο 98% το 2016. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που τίθεται είναι: εάν το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας δεν ήταν βιώσιμο το 2010 με 84% συντελεστή αναπλήρωσης, πως μπορεί να είναι σήμερα και στο μέλλον με 98% συντελεστή αναπλήρωσης?
Η απάντηση των δανειστών και των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως εκφράσθηκε μέχρι σήμερα με την ασκούμενη κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική, είναι ότι η «βιωσιμότητα» του θα επιτευχθεί με τις συνεχείς μειώσεις των συντάξεων. Γι’αυτό θεσπίστηκε νομοθετικά «κόφτης» και στις κύριες συντάξεις, με αποτέλεσμα το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα να μετεξελίσσεται σε μηχανισμό εξυπηρέτησης του χρέους, πτωτικής σύζευξης μισθών -συντάξεων και επιδείνωσης του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων – συνταξιούχων, δηλαδή σε μηχανισμό δίδυμης φτωχοποίησης.