Από τις υψηλότερες επιβαρύνσεις σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ έχουν οι Ελληνες εργαζόμενοι και εργοδότες, και παρ’ όλα αυτά η αφαίμαξη συνεχίζει να αυξάνεται, σε αντίθεση με τη γενική πτωτική τάση.
Σύμφωνα με έκθεση του οργανισμού (Taxing Wages 2017), που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, η συνολική επιβάρυνση του εργατικού κόστους για τον μέσο άγαμο μισθωτό στην Ελλάδα ήταν 40,2% το 2016 έναντι 36% κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ.
Η επιβάρυνση περιλαμβάνει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εργοδοτών και εργαζομένων και τη φορολογία εισοδήματος.
Αυξημένα βάρη
Στην Ελλάδα η συνολική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 1,06 ποσοστιαία μονάδα, καθώς μειώθηκε το αφορολόγητο και αυξήθηκαν οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, ενώ στον ΟΟΣΑ κατά μέσον όρο μειώθηκε ελαφρώς κατά 0,07 ποσοστιαίες μονάδες, για τρίτη συνεχή χρονιά. Συνολικά, μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατέλαβε έτσι τη 14η υψηλότερη θέση σε ό,τι αφορά τις επιβαρύνσεις του εργατικού κόστους για τον άγαμο εργαζόμενο, σκαρφαλώνοντας από τη 15η θέση που βρισκόταν ένα χρόνο πριν. Η εικόνα είναι χειρότερη στην περίπτωση των ζευγαριών με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο. Εκεί η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, καθώς η συνολική επιβάρυνση για εργοδότη και εργαζόμενο είναι 38,3% έναντι μόλις 26,6% στον ΟΟΣΑ.
Σε μια διαφορετική προσέγγιση, ο εργαζόμενος με δύο παιδιά στην Ελλάδα παίρνει στο χέρι το 77% του ονομαστικού του μισθού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ είναι 85,7%.
Λίγες ημέρες πριν, ο ΣΕΒ ανέφερε σε έκδοσή του ότι η φορολόγηση των επιχειρήσεων έχει ξεπεράσει το 50%, ενώ η επιβάρυνση ενός μισθωτού των 20.765 ευρώ τον χρόνο, λόγω εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και φόρων, φτάνει το 45%.
Από τα χθεσινά στοιχεία του ΟΟΣΑ προκύπτει ανάλογη εικόνα, αποκαλύπτοντας το δυσβάστακτο βάρος για εργαζόμενο και εργοδότη στην Ελλάδα της κρίσης. Τα συμπεράσματα είναι ακόμη πιο καταθλιπτικά αν αναλογιστεί κανείς σε τι απολαβές προσβλέπουν οι Ελληνες εργαζόμενοι (συντάξεις, παροχές υγείας και δημόσιες υπηρεσίες) έναντι των ολοένα αυξανόμενων επιβαρύνσεών τους και πώς συγκρίνονται αυτές με τις αντίστοιχες των υπολοίπων χωρών του ΟΟΣΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της επιβάρυνσης προκύπτει από τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες είναι κατά σχεδόν 50% υψηλότερες από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους εργοδότες. Συγκεκριμένα, από την αμοιβή του εργαζομένου, το 19,9% φεύγει κατ’ ευθείαν από τον εργοδότη για το ασφαλιστικό ταμείο, έναντι 14,4% στον ΟΟΣΑ. Από εκεί και πέρα, ο εργαζόμενος βάζει κι αυτός το 12,6% της αμοιβής του στο Ταμείο του, έναντι 8,2% στον ΟΟΣΑ.
Από την άλλη, οι φόροι είναι χαμηλότεροι. Π.χ. για τον άγαμο με μέσο μισθό είναι 7,7% έναντι 13,4% κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί σε ένα ετήσιο εισόδημα περίπου 14.000 ευρώ.
Στα ζευγάρια με έναν εργαζόμενο και δύο παιδιά, η σύγκριση γίνεται δυσμενέστερη για την Ελλάδα επειδή στις χώρες του ΟΟΣΑ δίνονται διπλάσια (ως ποσοστό του εισοδήματος) οικογενειακά επιδόματα και μειώνεται (σε σύγκριση με τον άγαμο) σημαντικά η φορολογική επιβάρυνση. Ετσι, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ η μέση επιβάρυνση για το ζευγάρι με 2 παιδιά μειώνεται κατά 9,5% σε σύγκριση με τον άγαμο, στην Ελλάδα μειώνεται μόνο κατά 1,9%.
Τι φθάνει στο… σπίτι
Ο ΟΟΣΑ κάνει και μια εκτίμηση των μεικτών και καθαρών αποδοχών των εργαζομένων, υπολογιζόμενων σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Στην Ελλάδα εκτιμά ότι το χαμηλό εισόδημα (στο 68% του μέσου όρου) αντιστοιχεί σε 22.093 δολάρια τον χρόνο με βάση την αγοραστική του δύναμη, εκ των οποίων «στο χέρι» παίρνει ο εργαζόμενος τα 17.622 δολάρια. Για τον μέσο μισθωτό με 32.974 δολάρια (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) μένουν καθαρά 24.602 δολάρια, ενώ για τον υψηλόμισθο (στο 167% του μέσου όρου) από τα 55.067 δολάρια φέρνει στο σπίτι μόνο 37.244 ευρώ.
Πηγή: Καθημερινή