Η διαδικασία αναπροσαρμογής αφορά τις κύριες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας, θανάτου) φορέων αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίοι εντάσσονται στον ΕΦΚΑ από 1η Ιανουαρίου 2017 βάσει του άρθρου 53 του ν. 4387/2017, εκτός από τον OΓΑ.
Συγκεκριμένα, αναπροσαρμόζονται οι ήδη καταβαλλόμενες ή καταβλητέες κατά τη 12η Μαΐου 2016 συντάξεις. Συνεπώς, συντάξεις για τις οποίες η συνταξιοδοτική απόφαση εκδόθηκε μετά τις 12/5/2016, όμως η έναρξη συνταξιοδότησης ανατρέχει σε προγενέστερη ημερομηνία και υπολογίζονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων.
Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθότητα των στοιχείων που θα καταχωρηθούν στο ηλεκτρονικό αρχείο, οι φορείς κύριας ασφάλισης θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσουν σε επαναϋπολογισμό των συντάξεων με χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο. Τα μικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό) που θα προκύψουν με τη χρήση του ηλεκτρονικού αρχείου συγκρίνονται με τα μικτά ποσά σύνταξης (ακαθάριστο ποσό) που οι φορείς χορηγούν στους συνταξιούχους. Εάν η διαφορά που προκύπτει για κάθε συνταξιούχο μεταξύ αυτών των δύο ποσών συντάξεων είναι μικρότερη, κατ’ απόλυτη τιμή, του 5% θεωρείται ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο είναι ορθά.
Εάν, όμως, η διαφορά είναι κατ’ απόλυτη τιμή μεγαλύτερη του 5%, τότε οι φορείς θα πρέπει να ανατρέξουν στον συνταξιοδοτικό φάκελο ή σε οποιαδήποτε άλλη πηγή κρίνεται πρόσφορη (για παράδειγμα με τη χρήση στατιστικών στοιχείων για όμοια χαρακτηριστικά συντάξεων), προκειμένου να επαληθευτεί η ορθότητα των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί στο ηλεκτρονικό αρχείο και να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις ώστε η απόκλιση να μην υπερβαίνει κατ’ απόλυτη τιμή το 5%.
Η εθνική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη ασφάλισης και κυμαίνεται από 345,60 ευρώ (για χρόνο ασφάλισης μέχρι 15 έτη) έως 384 ευρώ (για χρόνο ασφάλισης 20 και πλέον ετών). Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος η εθνική σύνταξη δεν μειώνεται με βάση τα έτη διαμονής στην Ελλάδα, συνεπώς θεωρείται ότι σε όλες τις περιπτώσεις αποδεικνύεται διαμονή 40 ετών στην Ελλάδα από το 15ο έτος της ηλικίας έως την ηλικία συνταξιοδότησης.
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπονται στο άρθρο 8 του ν. 4387/2016, με το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης να προκύπτει κλιμακωτά ανάλογα με τα έτη ασφάλισης που είχε ο συνταξιούχος κατά τη συνταξιοδότησή του (και τα οποία μπορεί να διαφοροποιούνται, όπως προαναφέρθηκε, από τα έτη ασφάλισης βάσει των οποίων υπολογίστηκε η σύνταξη με βάση τον προγενέστερο ανά φορέα κύριας ασφάλισης νομοθετικό πλαίσιο). Και στην περίπτωση αυτή εάν ο χρόνος ασφάλισης, όπως αποτυπώνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν είναι σε ακέραια έτη αλλά υπάρχει και πλεονάζον χρόνος, για τον επιπλέον αυτό χρόνο υπολογίζεται αναλογία του ποσοστού αναπλήρωσης (σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης).
Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με συνυπολογισμό πλασματικού χρόνου ασφάλισης χωρίς εξαγορά (χρόνος επιδοτούμενης ανεργίας, λήψης σύνταξης αναπηρίας κ.λπ.), ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό μόνο της εθνικής σύνταξης.
Στην περίπτωση της αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, ως βάση για την αναπροσαρμογή της κύριας σύνταξης λαμβάνεται ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, βάση αποτελεί ο συντάξιμος μισθός που προέκυψε στον απονέμοντα φορέα. Σε περίπτωση που ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή τεκμαρτά ποσά, ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται αφού ληφθεί υπ’ όψιν η τρέχουσα τιμή τους κατά τη 13η Μαΐου 2016.
Στην περίπτωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, όπου οι συνταξιούχοι κατά τον υπολογισμό της σύνταξής τους είχαν καταταγεί με βάση τις αποδοχές τους σε ασφαλιστικές κλάσεις, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης λαμβάνεται το 25πλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης όπως έχει διαμορφωθεί από την 1η Οκτωβρίου 2008.
Για παράδειγμα, εάν ο συνταξιούχος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ έχει καταταχθεί στην 26η ασφαλιστική κλάση έχοντας συμπληρώσει 35 έτη ασφάλισης, ως συντάξιμος μισθός για την αναπροσαρμογή της σύνταξης θεωρείται το ποσό των 2.198,25 ευρώ (25 x 87,93 ευρώ). Συνεπώς, η ανταποδοτική σύνταξη για 35 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 2.198,25 x 33,81% = 743,23 ευρώ.
Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, όπως ορίζει ο ν. 4387/16 προβλέπεται η διαδικασία αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων κατά τη 12η Μαΐου 2016 κύριων συντάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην των συντάξεων του ΟΓΑ, σε εφαρμογή των ενιαίων πλέον κανόνων του ΕΦΚΑ.
Με τη διαδικασία αυτή, σκοπός είναι αφενός μεν να εναρμονιστούν οι συντάξεις όσων έχουν καταστεί συνταξιούχοι πριν από την εφαρμογή του ν. 4387/2016 με τους ενιαίους κανόνες του ΕΦΚΑ (εθνική και ανταποδοτική σύνταξη), αφετέρου δε να υπάρξει προστασία των συντάξεων αυτών, με την πρόβλεψη χορήγησης προσωπικής διαφοράς στις περιπτώσεις που το καταβαλλόμενο ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής τους.
Επομένως, έως 31 Δεκεμβρίου 2018 οι κύριες συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη 12η Μαΐου 2016 διατάξεις.
Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μεγαλύτερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι θετική, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά και μετά την 1η Ιανουαρίου 2019, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.
Στις περιπτώσεις που το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης είναι μικρότερο του ποσού που θα προκύψει κατά το στάδιο της αναπροσαρμογής, δηλαδή η διαφορά είναι αρνητική, τότε το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς, σταδιακά και ισόποσα, εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (από 1η Ιανουαρίου 2019).