Σοβαρές ενστάσεις διατυπώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
(ΕΚΤ) στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το πλαίσιο που θα διαδεχθεί τον νόμο Κατσέλη.
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ σε γνωμοδότησή της, στις 19 και 22
Φεβρουαρίου (την περασμένη Τρίτη και Παρασκευή) έλαβε αιτήματα του ελληνικού
υπουργείου Οικονομικών “για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με σχέδιο νόμου
σχετικά με την προστασία της κύριας κατοικίας οικονομικά αδύναμων φυσικών
προσώπων”. Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση οριστικοποίησε χθες την πρότασή της.
Σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΚΤ, η πρόταση που έστειλε η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα προέβλεπε τα εξής όσον αφορά τα κατώτατα όρια:
α) η αντικειμενική αξία της προστατευόμενης κύριας κατοικίας κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ
β) της υποβολής της αίτησης έχει προηγηθεί εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης στο εν λόγω ακίνητο
γ) το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος κατά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης δεν υπερβαίνει το 170% των εύλογων δαπανών διαβίωσης
δ) το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου (συνυπολογιζομένων των τόκων από ανατοκισμό) των επιλέξιμων για ρύθμιση οφειλών του σχεδίου νόμου κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ
ε) η συνολική αξία των καταθέσεων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων του αιτούντα δεν υπερβαίνει το ήμισυ της συνολικής προς ρύθμιση οφειλής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης και
στ) η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος, πέραν της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει το διπλάσιο της συνολικής προς ρύθμιση οφειλής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Στη γνωμοδότησή της, η ΕΚΤ αναφέρει ότι το σχέδιο νόμου
μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά
την κεφαλαιακή επάρκεια, τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων και την ποιότητα
των στοιχείων του ενεργητικού τους, καθώς αυτά ενδέχεται να υποχρεωθούν σε
προσαρμογές των όρων αποτίμησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων.
Σημειώνει επίσης ότι “προς διασφάλιση της
αποτελεσματικότητας του σκοπούμενου πλαισίου θα πρέπει αυτή να υπόκειται σε
τακτική επανεξέταση και αξιολόγηση από ανεξάρτητο όργανο με γνώμονα τον σκοπό
του πλαισίου, τις επιπτώσεις του στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και στη
νοοτροπία των πληρωμών συνολικά σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση, καθώς
και την αλληλεπίδρασή του με άλλα νομοθετήματα. Ως εύλογο χρονικό διάστημα για
την επανεξέταση της συνολικής λειτουργίας του νέου πλαισίου θεωρείται το ένα
έτος από την εισαγωγή του”.
Δείτε εδώ ολόκληρη τη γνώμη της ΕΚΤ