Μικρότερες συντάξεις για τους υψηλόμισθους

Κίνητρο απόκρυψης -και μη… ασφάλισης- των υψηλών μισθών (για μισθωτούς) και των εισοδημάτων (για ελεύθερους επαγγελματίες) δίνει το σχέδιο της μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού που έθεσε σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές η κυβέρνηση!

Την… πριμοδότηση  των συντάξεων όσων δεν θα εμφανίζουν υψηλούς μισθούς και εισοδήματα,  αποκαλύπτουν τα ποσοστά αναπλήρωσης που «κρύβει» το νομοσχέδιο  του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης  και τα οποία παρουσιάζει, με παραδείγματα, η «Ημερησία».

Οι  10  κλιμακωτοί συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης πάνω στην οποία  θα προστίθεται  η  εγγυημένη από το κράτος εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, δίνουν αναλογικά,  για τα ίδια χρόνια ασφάλισης,  υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης σε όσους εμφανίζουν… χαμηλές αποδοχές και εισοδήματα. Και, ταυτόχρονα, ένα ισχυρό κίνητρο εισφοροδιαφυγής και φοροδιαφυγής σε μια περίοδο που αναζητούνται έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό.

 

Η Πριμοδότηση

Για συντάξιμες αποδοχές 800 ευρώ, η κύρια σύνταξη για 35 χρόνια ασφάλισης θα είναι 684 ευρώ, δηλαδή ποσοστό αναπλήρωσης 85,5%. Αν οι συντάξιμες αποδοχές είναι 1.000 ευρώ, η σύνταξη θα φτάνει τα 760 ευρώ (το 76%), αν οι αποδοχές είναι 1.500 ευρώ η σύνταξη που προκύπτει θα είναι 947 ευρώ (το 63,3%), ενώ για συντάξιμες αποδοχές 2.000 ευρώ το ποσό θα είναι 1.134 ευρώ (ποσοστό αναπλήρωσης 56,7%).

Εως τα 15 χρόνια ασφάλισης οι συντελεστές υπολογισμού, σύμφωνα με τι σχέδιο νόμου, είναι 0,80%, για τα 15 – 18 χρόνια 0,92%, από τα 18 έως τα 21 χρόνια 1,04%, από τα 21,01 έως τα 24 χρόνια 1,16%, από τα 24,01 – 27 χρόνια 1,29%, από τα 27,01 –  30 χρόνια 1,42%, από τα 30,01 – 33 χρόνια 1,55%, από 33,01 – 36 χρόνια 1,69%, από 36,01 – 39 χρόνια 1,84% και από τα 39,01 – 42 και περισσότερα χρόνια στο 2%.

Και ενώ τα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης ξεκινούν  από 14,76% για έως 21 χρόνια ασφάλισης και φτάνουν το  44,73% για τα 39-42 χρόνια, με την προσθήκη της εθνικής σύνταξης,  τα τελικά ποσά που προκύπτουν ευνοούν εκείνους οι οποίοι θα έχουν δηλώσει και ασφαλίσει χαμηλότερα επίπεδα αποδοχών και εισοδημάτων.

Και αυτό, στο πλαίσιο της πολιτικής «ενίσχυσης»  των πιο «αδύναμων»  οικονομικά που  επιδιώκει η κυβέρνηση να στηρίξει μέσω του… νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, αλλά, είναι άγνωστο αν θα αποδεχθούν οι Θεσμοί (έχουν αποκλείσει την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και τη χορήγηση  προνοιακών  παροχών μέσω του Ασφαλιστικού).

 

Επιβάρυνση έως 60,45%

Διπλό αντικίνητρο θα έχουν οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες να δηλώνουν και να ασφαλίζονται με υψηλά εισοδήματα, καθώς επιπλέον της φορολόγησης (26%) θα υποχρεώνονται να καταβάλουν εισφορές ύψους 34,45%, δηλαδή θα έχουν συνολική επιβάρυνση 60,45%.

Για την ασφάλισή τους το σχέδιο νόμου προβλέπει, συγκεκριμένα, εισφορά 20% για την κύρια σύνταξη, 6,95% για ασθένεια και 7,5% για την επικουρική σύνταξη. Διπλά ασφάλιστρα θα υποχρεωθούν, ακόμη, να καταβάλουν μισθωτοί που παράλληλα αμείβονται με… μπλοκάκι.

Οι εισφορές

Οι εισφορές θα καταβάλλονται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα που αυτές αφορούν και των αγροτών ανά τρίμηνο ως εξής:

Από την 1/1/2016 και για διάστημα τριών ετών, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο ΕΤΕΑ, υπολογίζεται σε ποσοστό 7,5% επί του εισοδήματος. Μετά το πέρας της τριετίας, η μηνιαία εισφορά διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015. Η ασφαλιστική εισφορά ασθενείας  των ελεύθερων επαγγελματιών, των ανεξάρτητα απασχολούμενων, των κατ’ επάγγελμα αγροτών ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους, βαρύνει εξ ολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά 6,45% για παροχές σε είδος και 0,50 % για παροχές σε χρήμα.

Από την 1/1/2017 οι ελεύθεροι επαγγελματίες καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, μηνιαία εισφορά για τον κλάδο σύνταξης, ύψους 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται είτε με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, είτε με βάση την καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Σε καμία περίπτωση η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά που υποχρεούνται να καταβάλουν οι ασφαλισμένοι δεν δύναται να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, δηλαδή τα 117,20 ευρώ. Με την πρόβλεψη νέου ανώτατου ορίου (5.860 ευρώ) και εισφορά για σύνταξη 20% επί του φορολογητέου εισοδήματος, επαγγελματίες ή επιστήμονας με ετήσιο εισόδημα 60.000 ευρώ θα πρέπει να καταβάλει για την κύρια σύνταξη 14.064 ευρώ το χρόνο,  αν έχει εισόδημα 40.000 ευρώ θα πληρώνει 8.000 ευρώ, αν έχει 20.000 ευρώ θα πληρώνει 4.000 ευρώ και αν έχει 15.000 ευρώ η ετήσια εισφορά του θα είναι 3.000 ευρώ.

Από την 1/1/2017 οι αγρότες καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους. Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα (468,8 ευρώ που αντιστοιχούν στο 80% του κατώτατου μισθού). Η αύξηση της εισφοράς στο 20% (δηλαδή ο τριπλασιασμός) θα γίνει, ωστόσο,  σταδιακά εντός τριετίας: Από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος του ποσοστού υπολογισμού ασφαλίστρου κλάδου σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10% από 7% (+42,7%)  επί των ασφαλιστικών κατηγοριών. Από 1.1.2017 το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, σε 14%, από 1.1.2018 αυξάνεται σε 17% και από 1.1.2019 διαμορφώνεται στο τελικό 20%.

Exit mobile version