Στον «αέρα» βρίσκεται πλέον και η έκπτωση 25% στον φόρο εισοδήματος που απολαμβάνουν οι δικαστικοί λειτουργοί.
Ειδικότερα, με το υπό ψήφιση από τη Βουλή πολυνομοσχέδιο, αναμένεται να επέλθουν σημαντικές αλλαγές και στη φορολογική μεταχείριση των αποδοχών και των δικαστικών λειτουργών, λόγω της εξίσωσης της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών που ισχύει.
Η ανωτέρω έκπτωση φόρου, όμως, με πρόσφατη διευκρινιστική εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων της 29ης Σεπτεμβρίου 2016 (ΠΟΛ.1147), είχε χορηγηθεί ύστερα από δικαστικούς αγώνες και στους δικαστικούς λειτουργούς.
Ειδικότερα, στο κείμενο της εν λόγω εγκυκλίου υπογραμμίζεται: «Με τις αριθ. 89/2013 και 6/2015 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου της παρ. 2 του άρ. 88 του Συντάγματος (Μισθοδικείου) έγινε δεκτό ότι ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος δικαστικών λειτουργών που προσέφυγαν θα υπολογιστεί μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές τους (εν ενεργεία και συντάξιμων), με την ειδικότερη αιτιολογία που περιέχεται στις προαναφερθείσες αποφάσεις και κυρίως εν όψει της εξίσωσης της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, καθώς και της διαφύλαξης των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας.
Οι αποφάσεις του Μισθοδικείου είναι αμετάκλητες και δεσμευτικές για τη Διοίκηση ως προς το νομικό ζήτημα που επιλύουν».
Από τη στιγμή επομένως που η εν λόγω έκπτωση του 25% καταργείται για τους βουλευτές ανοίγει ο δρόμος στο υπουργείο Οικονομικών να προχωρήσει και στην κατάργησή της για τους δικαστικούς, με αποτέλεσμα την ανάλογη επιβάρυνση των εισοδημάτων τους.
Ειδική υπηρεσία για τη φοροδιαφυγή
Μια σημαντική τομή που επέρχεται με τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου είναι η ίδρυση ειδικής υπηρεσίας, η οποία θα στελεχωθεί από προανακριτικούς υπαλλήλους υπό την εποπτεία του οικονομικού εισαγγελέα, οι οποίοι έχουν το καθήκον να εκτελούν τις εισαγγελικές παραγγελίες του οικονομικού εισαγγελέα και των λοιπών εισαγγελέων για τη διεξαγωγή προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης, ενώ αρμοδιότητά τους θα είναι η έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων.
Έτσι, από την 1η Αυγούστου 2017 ο εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος και οι λοιποί εισαγγελείς δεν θα παραγγέλλουν στις υπηρεσίες και το προσωπικό της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ούτε θα διαβιβάζουν με οποιαδήποτε διαδικασία εντολές ή αιτήματα διενέργειας φορολογικών ελέγχων.
Στον «αγώνα» εξάλλου για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, με ειδική διάταξη παρέχεται στις εισαγγελικές αρχές η δυνατότητα να διαβιβάζουν πληροφορίες που δεν είναι άμεσα ποινικά ερευνητέες (λ.χ. λόγω χαμηλού ποσού φοροδιαφυγής που δεν επιτρέπει την ποινική δίωξη, ή λόγω παράβασης που δεν στοιχειοθετεί πλέον ποινικό αδίκημα) στη φορολογική αρχή και να μην τίθενται αποκλειστικά στο αρχείο.
Έτσι, οι πληροφορίες των εισαγγελικών αρχών μπορούν να δοθούν στη φορολογική διοίκηση με πρωτοβουλία πλέον των εισαγγελικών αρχών και όχι μόνο με πρωτοβουλία της φορολογικής διοίκησης, όπως επιτρέπεται σήμερα.
Με τον τρόπο αυτό παρέχεται πρόσβαση σε μεγάλο όγκο πληροφοριών στη Φορολογική Διοίκηση, ο οποίος δεν είναι προσπελάσιμος σήμερα, για να επιτευχθεί από την πλευρά της η καίρια ταξινόμηση των χαρακτηριστικών επικινδυνότητας φοροδιαφυγής (risk profiling).
Πηγή: Ναυτεμπορική