Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων (ΕΝΔΙΣΥ), επισημαίνοντας ότι ο ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει την ύπαρξη μαθηματικού τύπου, για τον υπολογισμό και την απονομή των νέων συντάξεων. Δέκα μήνες από την ενεργοποίηση της σχετικής νομοθεσίας, όμως, εξαιτίας αυτή της έλλειψης, «δεν έχει εκδοθεί καμία οριστική σύνταξη παρότι οι σχετικές εγκύκλιοι εκδόθηκαν στις γιορτές.
Για τον υπολογισμό των νέων συντάξεων αλλά και για τον επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων, απαιτείται και ο συντελεστής αναπροσαρμογής των μισθών από το 2002 και μετά ο οποίος αποτελεί σημαντική παράμετρο (προστατεύει τις συντάξεις από περαιτέρω μείωση). Όμως η Ελληνική Στατιστική Αρχή ακόμα ….αναζητεί τον μαθηματικό τύπο». Έτσι, οι συνταξιούχοι αυτής της κατηγορίας είναι υποχρεωμένοι «να ζουν με τις μισές, προσωρινές, συντάξεις».
Το ΕΝΔΙΣΥ σημειώνει επίσης, ότι οι νέες συντάξεις, μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, είναι μειωμένες έως 30%. Με το νέο καθεστώς (ισχύει από τον Μάιο του 2016) όσοι αποχωρούν από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα θα λάβουν ως κύρια σύνταξη το άθροισμα δύο ποσών.
Της εθνικής σύνταξης, που ορίστηκε στα 384 ευρώ για 20ετή ασφάλιση και πάνω (μειώνεται κατά 2% για κάθε έτος που υπολείπεται μέχρι την 15ετία) και της ανταποδοτικής σύνταξης, που υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των αποδοχών από το 2002 και μετά και νέους χαμηλότερους συντελεστές αναπλήρωσης.
Τις μεγαλύτερες απώλειες θα καταγράψουν δημόσιοι υπάλληλοι και εργαζόμενοι σε ΔΕΚΟ – τράπεζες που φεύγουν με περισσότερα από 25 χρόνια ασφάλισης και οι ελευθεροεπαγγελματίες (ΟΑΕΕ) με εισφορές σε υψηλές κατηγορίες που φεύγουν με 35ετία και άνω (απώλειες 5%-20%). Ο πρόεδρος του Ενιαίου Δικτύου Συνταξιούχων, Νίκος Χατζόπουλος τονίζει ότι πέρα των 11 περικοπών που επέβαλε ο νόμος Κατρούγκαλου, ο επανυπολογισμός των κύριων συντάξεων (όπως προβλέπεται στο νόμο) κρύβει «ψαλίδι» στις ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις. Το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων, το οποίο έχει προσφύγει στο ΣτΕ, παρατηρεί ότι «η προσωπική διαφορά», θα είναι το επόμενο τμήμα των συντάξεων που θα περικοπεί, αν τα δημόσια οικονομικά δεν πάνε καλά και χρειαστεί να ενεργοποιηθεί ο «κόφτης» που ήδη έχει θεσμοθετηθεί.