Στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να αποκρούσει νέα σκληρά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα ύψους έως 4,2 δισ. ευρώ ακόμη και για το 2018 βρίσκεται ξανά το οικονομικό επιτελείο, το οποίο ξεκίνησε τη δεύτερη αξιολόγηση με την προοπτική ότι θα είναι πιο «εύκολη» από την πρώτη, η οποία ως γνωστό έκλεισε με νέα μέτρα ύψους 5,4 δισ. ευρώ.
Την κατάσταση περιέπλεξε η απαίτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι την τεχνική συμφωνία σε επίπεδο θεσμών (Stuff Level Agreement) για τη δεύτερη αξιολόγηση θα πρέπει να υπογράφει και το ΔΝΤ. Την ίδια ώρα όμως οι άνθρωποι του Ταμείου εμφανίστηκαν χθες δυσαρεστημένοι από την εξέλιξη της τελευταίας συνόδου των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, θεωρώντας ότι ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% δεν είναι εφικτός και η λύση για το χρέος (δηλαδή η ανακοίνωση μόνο των βραχυπρόθεσμών μέτρων) είναι ανεπαρκής.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Ταμείου στην προχθεσινή συνεδρίαση επικεφαλής του ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν φέρεται να λέει ότι αφού οι Ευρωπαίοι επιμένουν σε πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ, θα πρέπει να δούμε και τα διαρθρωτικά μέτρα που θα υποστηρίξουν ένα τέτοιο στόχο. Με τον τρόπο αυτό έδειχνε ως συμβιβαστική λύση την υιοθέτηση από την Ελλάδα των μέτρων που υποδεικνύει το Ταμείο: Δηλαδή την περαιτέρω μείωση του αφορολόγητου και τη μείωση της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς μεταξύ των παλιών και των νέων συνταξιούχων.
Σχετικό είναι και το δημοσίευμα των «Financial Times», που θέλει στην κοινή θέση των υπουργών Οικονομικών μετά το τέλος του Eurogroup να υπάρχει αναφορά για απαίτηση προς την Ελλάδα επανεξέτασης του ασφαλιστικού και του φορολογικού, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε. Το δημοσίευμα -το οποίο δεν διαψεύστηκε ούτε από την Ελλάδα ούτε και από την πλευρά των δανειστών- αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, το κλίμα και την ουσία των συζητήσεων που έγιναν μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και του ΔΝΤ.
Τελικά, βέβαια, το κείμενο που είδε το φως της δημοσιότητας ως κοινή θέση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, έκανε μια σχετικά αόριστη αναφορά στο δημοσιονομικό κόφτη ως λύση για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ.
Τα δημοσιονομικά μέτρα
Οι απαιτήσεις του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά στα δημοσιονομικά μέτρα έχουν περιγραφεί στις γενικές τους γραμμές από την έκθεση του άρθρου IV του ΔΝΤ για την Ελλάδα τον περασμένο Σεπτέμβριο:
1. Σε ό,τι αφορά στη φορολογία, σημειώνει ότι ακόμη και μετά τη μείωση του περασμένου Μαΐου στο αφορολόγητο από τα 9.505 στα 8.636 ευρώ περίπου το 55% των φορολογουμένων συνεχίζει να μην πληρώνει φόρο εισοδήματος. Σε ανύποπτο χρόνο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, μιλώντας στη διαρκή υποεπιτροπή του χρέους της Βουλής είχε παραδεχθεί το πρόβλημα, χαρακτηρίζοντάς το «μόνιμη παθογένεια του ελληνικού φορολογικού συστήματος» την πολύ στενή φορολογική βάση που διαχειρίζεται ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών.
Το ΔΝΤ είχε ζητήσει από τον Απρίλιο τη μείωση του αφορολογήτου στα 6.000 ευρώ, ενώ πιο πρόσφατη είναι η πρόταση της Παγκόσμιας Τράπεζας που μιλά για αφορολόγητο στα 5.000. Παρ’ όλα αυτά μέχρι στιγμής αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες αποκλείουν να ανοίξει και πάλι θέμα αφορολόγητου. Πάντως, μια περικοπή του αφορολόγητου κατά 42% όπως ζητά το ΔΝΤ δυνητικά μπορεί να φέρει πρόσθετα έσοδα της τάξης των 1,7 – 2 δισ. ευρώ.
2. Το δεύτερο βαρύ δημοσιονομικό μέτρο στο οποίο αναφέρεται το ΔΝΤ είναι η μείωση των υφιστάμενων συντάξεων. Το Ταμείο θεωρεί ότι οι αλλαγές που έγιναν τον Μάιο μεταφέρουν το συνολικό βάρος στους νέους συνταξιούχους, την ώρα που το σύστημα συνεχίζει να εμφανίζει έλλειμμα 10,5% του ΑΕΠ έναντι ελλείμματος 2,5% του ΑΕΠ ως μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η λύση του προβλήματος για το ΔΝΤ είναι η περικοπή των υφιστάμενων συντάξεων μέσω της μείωσης της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς μεταξύ παλιών και νέων συνταξιούχων. Αν το μέτρο εφαρμοστεί σε μια δόση, μπορεί να οδηγήσει σε άμεση εξοικονόμηση της τάξης των 4 δισ. ευρώ ή 2,2% του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση.
Τα διαρθρωτικά
Σε ό,τι αφορά στα διαρθρωτικά μέτρα, όπως για παράδειγμα το εργασιακό, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γκερούν Ντάισελμπλουμ, ξεκαθάρισε χθες ότι οι αλλαγές που θα αποφασιστούν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης δεν θα υπερβαίνουν τις βέλτιστες πρακτικές και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Το θέμα είναι όμως ότι το καθεστώς που διέπει σήμερα στην Ελλάδα τις ομαδικές απολύσεις υπερβαίνει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, επιβάλλοντας τη διοικητική ρύθμιση, δηλαδή την έγκριση των απολύσεων από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας. Το ίδιο και το θέμα των συνδικαλιστικών προνομίων και των συνθηκών κήρυξης απεργίας, στο οποίο υπάρχει επίσης πίεση για αλλαγές.
Για το Δημόσιο
Ενα άλλο διαρθρωτικό θέμα που αναμένεται να ανοίξει το επόμενο διάστημα είναι αυτό των αλλαγών στο Δημόσιο. Η επιβολή της μόνιμης κινητικότητας που έχει ετοιμάσει το υπουργείο Εσωτερικών θα πρέπει να καταλήγει σύμφωνα με το ΔΝΤ σε απολύσεις αν δεν υπάρχουν μόνιμες θέσεις που θα πρέπει να καλυφθούν από τους υπαλλήλους που θα μπουν σε μια τέτοια διαδικασία.
Ενα επιμέρους θέμα για το Δημόσιο είναι η αναμόρφωση των ειδικών μισθολογίων το οποίο σύμφωνα με τις επιλογές που έχουν γίνει από την ελληνική πλευρά θα πρέπει να έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να περικοπούν κεκτημένα δικαιώματα αυτόματων εισοδηματικών αυξήσεων (μισθολογικές προαγωγές ωριμάνσεις) με στόχο να διατηρείται το μισθολογικό κονδύλι σε ποσοστό χαμηλό ως προς το ΑΕΠ στο διηνεκές.
Νέα μάχη
Με αυτά τα δεδομένα, η τρίτη επίσκεψη των θεσμών στην Αθήνα για τη δεύτερη αξιολόγηση θα είναι και η πιο κρίσιμη. Η στάση του ΔΝΤ θα κρίνει αν η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να γίνει πριν από το τέλος του 2016, όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση, ή θα ζήσουμε άλλη μια πολύμηνη διαπραγμάτευση όπως αυτές που γνωρίζουμε.
Οι εκπρόσωποι της Ε.Ε., του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του ΕΜΣ αναμένεται να έρθουν στην Αθήνα μέσα στην επόμενη εβδομάδα προκειμένου να κλείσουν τα τρία μεγάλα θέματα που μένουν ανοιχτά: Το δημοσιονομικό κενό για το 2018 το οποίο σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι από 600 έως και 800 εκατ. ευρώ. Αν το ΔΝΤ επιμείνει στην απαίτησή του, οι διαφορές των προβλέψεων να καλυφθούν με μέτρα από την ελληνική πλευρά, τότε το κενό εκτοξεύεται στα 3,6 δισ. ευρώ και πλέον οι συζητήσεις θα περιέλθουν σε αδιέξοδο, που είναι άγνωστο πώς και πότε θα ξεπεραστεί.
Αν πάλι το Ταμείο συμβιβαστεί για το τελευταίο έτος του προγράμματος με τον κόφτη και πάλι θα πρέπει να υπάρξουν επώδυνες τροποποιήσεις. Θα πρέπει δηλαδή να εγκαταλειφθεί η ιδέα της «οριζόντιας» περικοπής δαπανών (ιδρυτικός νόμος του περίφημου «κόφτη»). Το Ταμείο θα επιβάλει στην ελληνική κυβέρνηση να επιλέξει συγκεκριμένους τομείς οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό της όποιας δημοσιονομικής απόκλισης. Μοιραία τα δημοσιονομικά «αμορτισέρ» θα αναζητηθούν από τους μεγάλους λογαριασμούς του Προϋπολογισμού, δηλαδή τους μισθούς του Δημοσίου, τις συντάξεις και φυσικά τους άμεσους φόρους.
11 μονάδες μπροστά η Ν.Δ.
Ανοίγει η ψαλίδα υπέρ της Ν.Δ. ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης διευρύνει τη διαφορά από τον Αλέξη Τσίπρα στην καταλληλότητα πρωθυπουργού. Στην έρευνα της Pulse, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της εκπομπής «Evening Report» του Γιώργου Κουβαρά στο Action24, η διαφορά στην πρόθεση ψήφου βρίσκεται στις 11 ποσοστιαίες μονάδες ενώ στην τελευταία δημοσκόπηση της ίδιας εταιρίας τον Σεπτέμβριο ήταν στο 8%.
Στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. συγκεντρώνει 31,5%, ο ΣΥΡΙΖΑ 20,5%, η Χρυσή Αυγή 7,5% και ακολουθεί η Δημοκρατική Συμπαράταξη με 6%. Στο όριο του 3% είναι η Πλεύση Ελευθερίας, ενώ εκτός Βουλής μένουν η Ενωση Κεντρώων (2,5%), το Ποτάμι (2%) και οι ΑΝ.ΕΛ. (2%).
Στην ίδια έρευνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται με 13% του Αλέξη Τσίπρα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, διαφορά που είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από την Pulse, από τότε που τίθεται το συγκεκριμένο ερώτημα.
Τα ευρήματα όμως συνεχίζουν να είναι «δυσάρεστα» για Κουμουνδούρου και Μαξίμου. Στο ερώτημα που αφορά στη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, το 38% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η διεξαγωγή τους θα ήταν σήμερα η καλύτερη επιλογή για τη χώρα, έναντι 24% που προτιμούν άλλη κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή και 22% που επιλέγουν την παραμονή της σημερινής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Διχασμένοι εμφανίζονται οι πολίτες σε ό,τι αφορά την ανάγκη δημιουργίας νέων κομμάτων καθώς το 43% επιθυμεί την ίδρυση νέων κομμάτων έναντι του 45% που είναι αρνητικό σε αυτό το ενδεχόμενο.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει πανηγυρικό κλίμα μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup. Χθες μάλιστα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος «θυμήθηκε» τις… κόκκινες γραμμές: «Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οφείλει να κατανοήσει ότι δεν πρόκειται να αποδεχτούμε σε καμία περίπτωση την απαίτηση για μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος. Εμμένουμε σταθερά στη θέση μας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση στην ευρωπαϊκή κανονικότητα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις».
Ανέφικτα τα πλεονάσματα, ασήκωτα τα νέα βάρη
Η αποδοχή ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ επί σειρά ετών μετά το 2018, που αποδέχθηκε η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του Εurogroup, εν όψει της προωθούμενης συνολικής απόφασης για το ελληνικό ζήτημα, αναμένεται να επιφέρει νέα βάρη στους πολίτες, καθώς η επίτευξη παρόμοιων επιδόσεων είναι ανέφικτη.
Οπως επισημαίνουν στη βελγική πρωτεύουσα, στο παρελθόν μόνο η Νορβηγία και η Ιρλανδία πέτυχαν τέτοιες επιδόσεις, όταν οι οικονομίες έτρεχαν ακόμη και με διψήφια ετήσια ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ.
Η χειρότερη
Είναι προφανές ότι στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων επικράτησε κατά κράτος η άποψη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος υποχρέωσε την κυβέρνηση να αποδεχθεί τη χειρότερη από τις δύο βασικές εναλλακτικές επιλογές που υπήρχαν. Η άλλη ήταν να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα στη ζώνη του 2%-2,5% ετησίως, θέση την οποία υποστήριζε και το ΔΝΤ. Το πόσα χρόνια θα διατηρηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018 είναι άγνωστο. Μεταξύ 3 και 10 ετών είπε ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, παραπέμποντας για αργότερα τη λήψη οριστικής απόφασης.
Ειδικότερα, συμφωνήθηκε οι εκπρόσωποι των θεσμών να ετοιμάσουν με την κυβέρνηση ένα νέο μηχανισμό. Στην ουσία θα πρόκειται για επέκταση και ενίσχυση του υφιστάμενου δημοσιονομικού «κόφτη» που τελειώνει με τη λήξη του Μνημονίου. Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι να μην υιοθετήσει τώρα προληπτικά νέα δημοσιονομικά μέτρα για την περίπτωση απόκλισης από το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, θα πρέπει να προσδιορίσουν από πού θα τα βρουν και να συμφωνήσουν σε έναν αυτόματο μηχανισμό.
To 2018
Εάν η κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει το 2018 την απόφαση, κάνει πολύ μεγάλο λάθος γιατί οι Γερμανοί φρόντισαν να συνδέσουν τα πλεονάσματα με μια άλλη σημαντική απόφαση που θα ληφθεί εκείνη την περίοδο και αφορά στην υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Εάν δηλαδή η τότε κυβέρνηση αρνηθεί τα μέτρα του πρωτογενούς πλεονάσματος, τότε δεν θα υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Σύμφωνα με το Εurogroup, οι εκπρόσωποι των δανειστών θα επιστρέψουν στην Αθήνα το συντομότερο. Στις Βρυξέλλες λένε ότι αυτό θα γίνει μέσα στις επόμενες μέρες και θα μείνουν μέχρι να κλείσουν.
Στην Αθήνα, εκτός των πρωτογενών πλεονασμάτων, θα πρέπει να επιλυθούν τρία ανοικτά θέματα της αξιολόγησης: το δημοσιονομικό κενό του 2018, οι αλλαγές στα εργασιακά και τα θέματα της ενέργειας.
Τα βραχυπρόθεσμα
Αναφορικά με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που αποφασίστηκαν τη Δευτέρα, αξιωματούχος της ευρωζώνης δήλωσε χθες ότι θα αρχίσουν να εφαρμόζονται άμεσα, ενώ εκτιμάται ότι θα μειώσουν το χρέος κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Αυτό θα γίνει μέσω επιμήκυνσης της αποπληρωμής μέρους των δανείων από τα 28,3 στα 32,5 χρόνια, μέσω της μετατροπής κυμαινόμενων επιτοκίων δανείων σε σταθερά και άλλων μικρότερων παρεμβάσεων διαχειριστικού χαρακτήρα. Το κόστος του μέτρου θα είναι μηδαμινό για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δεδομένου ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί τη διεθνή συγκυρία και την άριστη πιστοληπτική του ικανότητα (ΑΑΑ) και να δανειστεί με χαμηλό επιτόκιο σε μεγάλο βάθος χρόνου. Κόστος για την Ελλάδα θα υπάρξει βραχυπρόθεσμα γιατί τα σταθερά επιτόκια είναι πιο ακριβά από τα κυμαινόμενα, αλλά αυτό θα υπερκαλυφθεί σε βάθος χρόνο από το μεγάλο όφελος.
Δέσμευση
Οι Ευρωπαίοι δεσμεύθηκαν στο ΔΝΤ ότι θα λάβουν το 2018 και μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Αυτά μπορούν να βρεθούν από πολλές πηγές, που είχαν φωτογραφηθεί τον περασμένο Μάιο από το Εurogroup, και περιλαμβάνουν περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων και επιμηκύνσεις των περιόδων αποπληρωμής, καθώς και επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στη διάθεσή τους η ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες χωρών της ευρωζώνης. Επίσης, με τα χρήματα που θα περισσέψουν από τα δάνεια του τρίτου Μνημονίου, που δεν χρειάστηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα μπορούσε να αγοραστεί χρέος από τους άλλους δανειστές (διμερή δάνεια από τους εταίρους στο πλαίσιο της πρώτης διάσωσης του 2010 και από το ΔΝΤ).
Οι Ευρωπαίοι δεν θα κοστολογήσουν αυτά τα μέτρα για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, ωστόσο θα τα κοινοποιήσουν στο ΔΝΤ, το οποίο μπορεί να κάνει εύκολα τους υπολογισμούς και να δει αν καθιστούν το χρέος βιώσιμο, ανέφερε χθες στις Βρυξέλλες πηγή της ευρωζώνης με εμπλοκή στη διαπραγμάτευση.
Η συζήτηση έδειξε ότι το ΔΝΤ θα μπορούσε να αποδεχθεί την προωθούμενη συνολική συμφωνία και να μπει στο πρόγραμμα – και αυτό θα ήταν μια θετική εξέλιξη γιατί θα έστελνε αξιόπιστο μήνυμα στις αγορές για την οικονομία και τη χώρα.
Από τη στιγμή που το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι η κυβέρνηση αποδέχεται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 και κατοχυρώνεται ότι αυτά θα επιτευχθούν ακόμη και με πρόσθετα μέτρα, δεν έχει κανένα λόγο να δώσει μάχη υπέρ της χώρας μας και δεν έχει και λόγο να μην μπει στο πρόγραμμα.
Από Ιανουάριο
Αναφορικά με τη διαδικασία, οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας μέσα στον Δεκέμβριο σε πολιτικό επίπεδο, μέσω ενός έκτακτου Εurogroup, είναι ελάχιστες. Το πιθανότερο είναι ότι η συνολική συμφωνία, που θα περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, την ελάφρυνση του χρέους και την απόφαση του ΔΝΤ για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα, θα επιτευχθεί εντός του Ιανουαρίου.