Η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.
Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική εφ’ όσον δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Εφόσον λήξει το ημερολογιακό έτος μέσα στο οποίο έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια και για οποιοδήποτε λόγο δεν χορηγήθηκε αυτή, αλλά ούτε καταβλήθηκε το επίδομα αδείας, τότε ο εργοδότης οφείλει στον εργαζόμενο τα παρακάτω:
• τις αποδοχές αδείας τις οποίες θα ελάμβανε εφόσον βρισκόταν σε άδεια,
• το επίδομα αδείας το οποίο θα ελάμβανε εάν βρισκόταν σε άδεια,
• αποζημίωση ίση με τις αποδοχές αδείας δηλαδή προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας εάν η μη χορήγηση της άδειας οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη έστω και σε ελαφρά αμέλεια του (άρθρο 3, Ν.Δ.3755/1957).
Στην κανονική άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, και οι αργίες. Δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στράτευσης, απεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ). Για τους εργαζόμενους με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, οι ημέρες της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό)
Για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, η άδεια υπολογίζεται αναλογικά με τους μήνες εργασίας.
Η αναλογία αυτή είναι 1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου για το 1ο έτος. Για το 2ο έτος και μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η αναλογία είναι 1,75 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2,08 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου. Κατά το 3ο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη την κανονική άδειά του και σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, υπολογίζεται στις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, με τη συμπλήρωση των 24 μηνών από την πρόσληψη εντός του 3ου αυτού ημερολογιακού έτους.
Εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου ή 25 εργασίμων ημερών, επί πενθημέρου. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 ημέρες επί πενθημέρου και 30 ημέρες άδεια επί εξαημέρου.
Οι ημέρες άδειας στην εκ περιτροπής εργασία είναι συνάρτηση του αριθμού ημερών που παρέχεται εργασία και της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του εργαζόμενου.
Για τον υπολογισμό των ημερών άδειας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους παρακάτω συντελεστές:
0,08 (24:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 1ο έτος
0,083333 (25:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 2ο έτος
0,086667 (26:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 3ο μέχρι και 10ο έτος
0,1 (30:300) Χ ημέρες εργασίας, για 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά
0,103333 (31:300) Χ ημέρες εργασίας, για 25 χρόνια υπηρεσίας συνολικά