Εξωπραγματικά ποσά φόρου εισοδήματος θα κληθούν να πληρώσουν και φέτος εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που κατά τη διάρκεια του 2017 ήταν άνεργοι ή περιστασιακά απασχολούμενοι και ταυτόχρονα απέκτησαν πολύ μικρά εισοδήματα από τόκους καταθέσεων ή από ενοίκια ή από αγροτικές δραστηριότητες ή εισέπραξαν οικογενειακά επιδόματα από τον ΟΓΑ.
Aγαμοι ή οικογενειάρχες με πραγματικά ετήσια συνολικά εισοδήματα πολύ χαμηλότερα των 3.000 ευρώ αναμένεται να λάβουν και φέτος από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) εκκαθαριστικά σημειώματα από τα οποία θα χρεωθούν με ποσά φόρων της τάξεως των 2.000-4.500 ευρώ! Σε πολλές περιπτώσεις τα ποσά των φόρων τα οποία θα καταλογιστούν σε φορολογουμένους αυτών των περιπτώσεων θα είναι υπερδιπλάσια έως και τριπλάσια των εισοδημάτων που θα έχουν δηλώσει.
Τα αίτια για τους απίστευτους αυτούς παραλογισμούς που θα επαναληφθούν κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος σε χιλιάδες φετινά εκκαθαριστικά σημειώματα είναι οι στρεβλώσεις που προκαλούν οι διατάξεις για την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Οι στρεβλώσεις αυτές δεν έχουν αντιμετωπιστεί στο σύνολό τους από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο χιλιάδες οικονομικά εξαθλιωμένοι φορολογούμενοι με ετήσια πραγματικά εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας να καλούνται να πληρώσουν ποσά φόρου εισοδήματος μεγαλύτερα των 2.000 ευρώ!
Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα τέσσερα παραδείγματα που παραθέτουμε από εκκαθαριστικά σημειώματα που παρέλαβαν πέρυσι φορολογούμενοι με πολύ χαμηλά εισοδήματα:
1 Σε άνεργο φορολογούμενο ο οποίος για το 2016 είχε να δηλώσει ως συνολικό ετήσιο εισόδημα ένα ποσό της τάξεως των… 0,24 ευρώ από τόκους καταθέσεων και ο οποίος διέμενε κατά τη διάρκεια του 2016 σε οικία 70 τετραγωνικών μέτρων, την οποία του είχε παραχωρήσει δωρεάν η μητέρα του (δεν ήταν καν δική του), και είχε στην κατοχή του κι ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.756 κυβικών εκατοστών προέκυψε εκκαθαριστικό σημείωμα που ανέγραφε το εξωπραγματικό ποσό των 4.470,30 ευρώ!
2 Σε φορολογούμενο άγαμο με ετήσιο εισόδημα 600 ευρώ από ενοίκια και 321 ευρώ από περιστασιακή μισθωτή απασχόληση, δηλαδή με σύνολο εισοδήματος 921 ευρώ για όλο το έτος 2016, με κύρια κατοικία 27 τετραγωνικών μέτρων και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.500 κυβικών εκατοστών παλαιότητας 7 ετών προέκυψε, κατά την εκκαθάριση της φετινής δήλωσης, φόρος εισοδήματος προς πληρωμή συνολικού ύψους 3.236,66 ευρώ!
3 Σε άλλο φορολογούμενο, άγαμο άνεργο, με ετήσιο εισόδημα 1.200 ευρώ από ενοίκια και 480 ευρώ από επιδόματα στήριξης τέκνων του ΟΓΑ, κύρια κατοικία 80 τ.μ. και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.300 κ.εκ. 11ετίας προέκυψε φόρος εισοδήματος συνολικού ύψους 3.620,80 ευρώ!
4 Σε φορολογούμενο έγγαμο, με ετήσιο εισόδημα 2.550 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση και 200 ευρώ από αγροτικές δραστηριότητες, κύρια κατοικία 75 τ.μ. και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.500 κ.εκ. 15ετίας προέκυψε φόρος εισοδήματος συνολικού ύψους 2.284 ευρώ (ο συνολικός αναλογών φόρος που προέκυψε ήταν 2.794 ευρώ αλλά αφαιρέθηκαν από αυτόν τα 510 ευρώ που είχαν παρακρατηθεί με συντελεστή 20% κατά την καταβολή των αμοιβών ύψους 2.550 ευρώ).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, επειδή τα δηλούμενα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά, οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων, προσδιόρισαν το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Δηλαδή, σε κάθε τέτοια περίπτωση, έλαβαν υπόψη τους το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ, που ισχύει για τον άγαμο φορολογούμενο, ή των 2.500 ευρώ, που ισχύει για τον έγγαμο, και προσέθεσαν στο ποσό αυτό τυχόν επιπλέον ποσά τεκμηρίων διαβίωσης για σπίτι ή και Ι.Χ. αυτοκίνητο, εφόσον ο φορολογούμενος διέμεινε, κατά τη διάρκεια του 2016, σε κατοικία ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρηθείσα ή εφόσον κατείχε και κάποιο Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Στη συνέχεια, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προέκυψε λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογήθηκε όχι με την ευνοϊκή κλίμακα υπολογισμού του φόρου, η οποία ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και προβλέπει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 6.636 – 9.545 ευρώ, αλλά με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, βάσει της οποίας το φορολογητέο εισόδημα υπόκειται σε φόρο υπολογιζόμενο με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ. Ετσι, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φορολογουμένων επιβαρύνθηκε με φόρο 22%, σαν να ήταν κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα! Στη συνέχεια, επί του φόρου που προέκυψε επιβλήθηκε και προκαταβολή φόρου με συντελεστή 100%. Συνολικά, δηλαδή για έναν φορολογούμενο με χαμηλά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση και με ακόμη πιο χαμηλά εισοδήματα από άλλες πηγές πλην μισθών, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προέκυψε βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης φορολογήθηκε με τελικό συντελεστή 44%.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφάρμοσαν τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), σύμφωνα με τις οποίες επί της πρόσθετης διαφοράς τεκμαρτού εισοδήματος εφαρμόζεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 22% από το πρώτο ευρώ, επειδή το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις.
Ειδικά στην περίπτωση του ανέργου με το εισόδημα από τόκους καταθέσεων των 0,24 ευρώ, που είναι και η πιο ακραία από τις τέσσερις χαρακτηριστικές που προαναφέραμε, η ΑΑΔΕ, κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, προσδιόρισε το συνολικό φορολογητέο εισόδημα στο ύψος των 10.160 ευρώ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις για τα τεκμήρια διαβίωσης. Το «τεκμαρτό» εισόδημα των 10.160 ευρώ προέκυψε, συγκεκριμένα, από το άθροισμα:
- του ελάχιστου τεκμηρίου των 3.000 ευρώ που βάρυνε τον συγκεκριμένο φορολογούμενο,
- του τεκμηρίου της μονοκατοικίας των 70 τ.μ., το οποίο ανέρχεται σε 3.360 ευρώ (70 τ.μ. Χ 40 ευρώ ανά τ.μ. Χ 1,2 συντελεστή προσαύξησης) και
- του τεκμηρίου του Ι.Χ. αυτοκινήτου το οποίο ανέρχεται σε 3.800 ευρώ.
Η ΑΑΔΕ φορολόγησε στη συνέχεια το πρόσθετο ποσό φορολογητέου εισοδήματος ύψους 10.159,76 ευρώ που προέκυψε από τα τεκμήρια (10.160 ευρώ – 0,24 ευρώ = 10.159,76 ευρώ), ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με συντελεστή 22% και τον χρέωσε με κύριο φόρο 2.235,15 ευρώ (10.159,76 ευρώ Χ 22% = 2.235,15 ευρώ). Στην περίπτωση αυτή δεν ίσχυσε η διάταξη της παραγράφου 1α του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η οποία προβλέπει τη φορολόγηση της πρόσθετης διαφοράς εισοδήματος που προκύπτει λόγω των τεκμηρίων με την κλίμακα φορολόγησης των μισθών και των συντάξεων, δηλαδή με αφορολόγητο όριο 8.636 ευρώ. Κι αυτό συνέβη διότι το ύψος του τεκμαρτού εισοδήματος ήταν μεγαλύτερο από το ανώτατο όριο των 9.500 ευρώ, που θέτει η συγκεκριμένη διάταξη ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της ευνοϊκής κλίμακας φορολόγησης των εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις. Ετσι, στην περίπτωση αυτή εφαρμόστηκε η επαχθής κλίμακα φορολόγησης που ισχύει για τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα!
Στη συνέχεια, η ΑΑΔΕ, επειδή εξέλαβε το τεκμαρτό εισόδημα του συγκεκριμένου φορολογουμένου ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα πρόσθεσε στον κύριο φόρο των 2.235,15 ευρώ και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, την οποία υπολόγισε με συντελεστή 100%, βάσει των κείμενων διατάξεων. Ετσι, ο κύριος φόρος των 2.235,15 ευρώ διπλασιάστηκε και το τελικό ποσό φόρου που καταλογίστηκε στον συγκεκριμένο φορολογούμενο εκτοξεύτηκε στις 4.470,30 ευρώ!
Άδικη υπερφορολόγηση
Η υπερφορολόγηση που έχουν υποστεί όλες αυτές οι κατηγορίες φτωχών πολιτών είναι άδικη και αντισυνταγματική. Κι αυτό διότι, στις περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις, οι φορολογούμενοι αντιμετωπίστηκαν από τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με δυσμενέστερο τρόπο σε σύγκριση με χιλιάδες άλλους οι οποίοι δήλωσαν πενιχρά εισοδήματα μόνο από τόκους ή μόνο από ακίνητα ή μόνο από περιστασιακή απασχόληση και, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1α του άρθρου 34 ή της παραγράφου 35Α του άρθρου 72 του συγκεκριμένου Κώδικα, δεν φορολογήθηκαν ως επιχειρηματίες για την πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προέκυψε με βάση τα τεκμήρια, αλλά ως μισθωτοί, γλιτώνοντας έτσι από την πληρωμή υπέρογκων φόρων, καθώς στην κλίμακα φορολόγησης των μισθωτών με την οποία τελικά φορολογήθηκαν ισχύει αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο από 8.636 έως 9.545 ευρώ.
Επιπλέον, σε λιγότερο αριθμό περιπτώσεων στις οποίες επληρούντο οι προϋποθέσεις όσον αφορά στην πηγή του πραγματικού εισοδήματος, τα τεκμήρια προσδιόρισαν το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα πάνω από το όριο των 9.500 ευρώ που προβλέπουν οι προαναφερθείσες διατάξεις και οδήγησαν και πάλι σε φορολόγηση με τη δυσμενή κλίμακα για τα εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Τα κρούσματα υπερφορολόγησης που εμφανίστηκαν πέρυσι στις παραπάνω κατηγορίες πολιτών αναμένεται να παρουσιαστούν και φέτος. Κι αυτό διότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών δεν έχει αποφασίσει να τροποποιήσει την ισχύουσα νομοθεσία καταθέτοντας στη Βουλή (πριν ξεκινήσουν η υποβολή και η εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων) διορθωτικές νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες θα ξεκαθαρίζει ότι σε κάθε περίπτωση ταυτόχρονης ύπαρξης πολύ χαμηλού εισοδήματος από μη μισθωτές πηγές, το οποίο δεν προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα (αλλά από τόκους καταθέσεων ή και από ακίνητα ή και από αγροτικές δραστηριότητες) και χαμηλού εισοδήματος από περιστασιακή απασχόληση η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης θα φορολογείται με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία που προβλέπει αφορολόγητο όριο από 8.636 έως 9.545 ευρώ και όχι με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Πηγή Πληροφοριών: Ελεύθερος Τύπος