Εφορία: Πόσες “ηλεκτρονικές” αποδείξεις θα πρέπει να έχουν οι φορολογούμενοι μέχρι το τέλος του χρόνου

Εφορία

Έως την Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου του 2024 θα πρέπει περισσότεροι 4.500.000 φορολογούμενοι να καλύψουν το 30% του πραγματικού εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές αποδείξεις, όπως προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία.

Το  μέτρο αυτό αφορά στους πολίτες που κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους αποκτούν εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκμετάλλευση ακινήτων τα οποία θα  πρέπει φέτος να εξοφληθούν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή με τραπεζικές κάρτες ή μέσω e-banking δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών. Διευκρινίζεται πως όσοι από τους υπόχρεους δεν προβούν στην παραπάνω ενέργεια, θα κληθούν να πληρώσουν από τα μέσα του 2025 και μετά  προς την Εφορία για το τρέχον έτος πρόσθετο φόρο που θα είναι ίσο με το 22% της ακάλυπτης διαφοράς.

Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος: Τι αναφέρει η  υφιστάμενη νομοθεσία

Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τις  διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) για το φορολογικό έτος 2024  ισχύουν τα εξής:

1.Δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό 30% του ετήσιου ατομικού πραγματικού εισοδήματός τους θα πρέπει να πραγματοποιήσουν έως το τέλος του τρέχοντος έτους οι φορολογούμενοι που είναι:

Σημείωση: Το μέτρο αυτό ισχύει και για όσους έχουν  εισοδήματα από ενοίκια ακινήτων.

Η εξόφληση των εν λόγω δαπανών θα πρέπει να γίνει είτε με πιστωτική κάρτα ή χρεωστική είτε με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ( όπως προπληρωμένες κάρτες, πληρωμές μέσω e-banking ) και να έχει γίνει η έκδοση αυτών και των σχετικών αποδείξεων  λιανικών συναλλαγών προκειμένου να αναγνωστούν από την Εφορία.

2. Στα 20.000 ευρώ είναι το ανώτατο όριο του ποσού των δαπανών που θα πρέπει να έχει εξοφληθεί έως το τέλος του τρέχοντος έτους με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής .

3.Σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να καλυφθεί το 20% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος των πολιτών  με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και όχι το 30%. Αυτό αφορά τους πολίτες που θα έχουν πραγματοποιήσει εντός του 2024 δαπάνες για πληρωμές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, για τοκοχρεολυτικές δόσεις δανείων και για ενοίκια που υπερβαίνουν αθροιστικά το 60% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος. Προϋπόθεση για να ισχύσει αυτό το μειωμένο ποσοστό είναι οι δαπάνες για φόρους, δάνεια και ενοίκια να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.

4.Στις 5.000 ευρώ περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο το απαιτούμενο όριο δαπανών σε κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί τραπεζικός λογαριασμός.

5. Οι δαπάνες που καλύπτουν έως και το 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος  των πολιτών αφορούν μεταξύ άλλων τις αγορές:

Επίσης αυτό αφορά και τις δαπάνες για παντός είδους υπηρεσίες επισκευών αλλά και τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ΔΕΚΟ και κοινοχρήστων, για δίδακτρα, νοσήλια και ασφάλιστρα.

Ωστόσο το μέτρο αυτό δεν αφορά:

Α. τις πληρωμές για

Β. τις  δαπάνες για αγορές:

6. Εις διπλούν για την κάλυψη του 30% του εισοδήματος μετρούν οι δαπάνες για ιατρικές επισκέψεις. Αναλυτικά, λαμβάνονται υπόψη στο 200% της αξίας τους οι δαπάνες για την καταβολή αμοιβών σε ιατρούς, οδοντίατρους, ορθοδοντικούς, οστεοπαθητικούς, χειροπράκτες, οφθαλμίατρους, χειροποδιστές και ποδολόγους.

7. Ο φορολογούμενος που δεν θα  πραγματοποιήσει το απαιτούμενο συνολικό ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών δαπανών  θα φορολογηθεί με 22% για το «ακάλυπτο» ποσό.

Παρακάτω παρατίθεται ένα σχετικό παράδειγμα:

Σημείωση: Εάν αυτός ο φορολογούμενος πραγματοποιήσει συνολικό ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών δαπανών ύψους 1.000 ευρώ, τότε κινδυνεύει να χρεωθεί με επιπλέον φόρο 22% επί της «ακάλυπτης» διαφοράς των 2.000 ευρώ. Δηλαδή με επιπλέον 440 ευρώ .Το ποσό αυτό προκύπτει από 2.000 ευρώ Χ 22%.

8. Οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους τα  αποδεικτικά στοιχεία για την εξόφληση των καταναλωτικών δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Αυτές ενημερώνουν -πριν την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων -την ΑΑΔΕ για τα ακριβή ποσά ηλεκτρονικών πληρωμών που έκανε κάθε φορολογούμενος το εκάστοτε προηγούμενο έτος. Συνεπώς, κατά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων τα ποσά αυτά είναι ήδη προσυμπληρωμένα στους σχετικούς κωδικούς του βασικού φορολογικού εντύπου Ε1 (049 και 050 του πίνακα 7).

9. Εάν το άθροισμα των ποσών που θα έχουν κοινοποιήσει οι τράπεζες στην ΑΑΔΕ δεν καλύπτει το 30%,  τότε ο φορολογούμενος μπορεί να τροποποιήσει το προσυμπληρωμένο ποσό που θα αναγράφεται στον σχετικό κωδικό της δήλωσής του (049 ή 050 του πίνακα 7). Δηλαδή να δηλώσει ένα μεγαλύτερο ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του εισοδήματός του προκειμένου να μην βρεθεί αντιμέτωπος με την επιπλέον χρέωση με 22% επί της ακάλυπτης διαφοράς.  Για τη διαφορά όμως αυτή (μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που θα έχουν κοινοποιήσει οι τράπεζες και του ποσού που θα έχει αναγράψει στον κωδικό αυτόν) -η οποία μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιες δαπάνες που έγιναν με ηλεκτρονικά μέσα δεν θα έχουν αποσταλεί στην ΑΑΔΕ από τις τράπεζες- ο φορολογούμενος θα πρέπει να έχει έχει στην κατοχή του τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, δηλαδή τις χάρτινες αποδείξεις πραγματοποίησης των δαπανών και τα χαρτάκια που αποδεικνύουν την πληρωμή μέσω POS ή αντίγραφα κινήσεων πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών του.

Διευκρινίζεται πως ο  φορολογούμενος θα πρέπει να τα έχει αυτά τα δικαιολογητικά για να μπορεί να προσκομίσει στην αρμόδια φοροελεγκτική υπηρεσία σε περίπτωση που κληθεί για έλεγχο από την Εφορία.

Οι εξαιρέσεις 

Ορισμένες κατηγορίες πολιτών εξαιρούνται από την υποχρέωση να καλύψουν το 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Αναλυτικά, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία αυτές είναι οι εξής:

 

 

 

 

 

 

 

Exit mobile version