Οι οικονομικές ενισχύσεις και επιχορηγήσεις για Ν.Π.Ι.Δ. κοινωνικής φροντίδας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή χρηματοδοτήσεις για άστεγους, σίτιση και παροχή τροφίμων που καταβάλλονται στους πολίτες δικαιούχους ή στους φορείς από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μέσω των Δήμων ή των Περιφερειών, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με οφειλές των Δήμων ή των Περιφερειών αυτών προς το Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία, Πιστωτικά Ιδρύματα ή άλλους τρίτους.
Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από την 1η Δεκεμβρίου 2014. Τυχόν συμψηφισθέντα ή κατασχεθέντα ποσά δεν αναζητούνται αλλά αποδίδονται στους δικαιούχους πολίτες ή φορείς, από τους Δήμους ή τις Περιφέρειες υπέρ των οποίων κατασχέθηκαν ή συμψηφίστηκαν.
Α
Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα ως άνω Απόφαση ΠΟΛ.1274/27.12.2013, (περ. ζ’ της παρ. 1 του δεύτερου άρθρου αυτής) οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας, με την επίκληση τυχόν ειδικών εν ισχύ διατάξεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση. Οι κατά περίπτωση σχετικές απαλλαγές ή ο χαρακτηρισμός απαιτήσεων ως ακατάσχετων / ασυμψήφιστων έχουν προωθηθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες/Υπουργεία που εποπτεύουν ή εκκαθαρίζουν τις σχετικές πληρωμές προς τα νομικά αυτά πρόσωπα, καθώς λόγους εξαίρεσης δύναται να εισηγηθούν / αξιολογήσουν αιτιολογημένα μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς, ώστε να διασφαλίζονται αφενός η εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο χορηγείται η επιχορήγηση, αλλά και τα συμφέροντα του Δημοσίου αφετέρου.
Στις απαλλαγές – εξαιρέσεις από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας (άρθρο 2 της Απόφασης ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1274/27.12.2013, όπως ισχύει) έχουν οριστεί περιορισμένες εξαιρέσεις και έκτοτε έχουν εξαιρεθεί από την υποχρεωτική προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας πρόσωπα ή κατηγορίες απαιτήσεων μόνο με ρητή διάταξη και μόνο για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος αρμοδιότητας των Υπηρεσιών/Φορέων που επισπεύδουν τις εν λόγω διατάξεις.
Αναφορικά με θέματα συμψηφισμού, υπενθυμίζουμε ότι η έννοια και οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, όπως ισχύουν ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 ΦΕΚ 90Α’ (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει, στις οποίες παραπέμπει και το άρθρο 48 του ν.4174/2013 ΦΕΚ 170 Α’ (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), όπως ισχύει, και συμπληρώνονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 440 επόμενα).
Επισημαίνεται, ότι η νομική βάση του συμψηφισμού τόσο στο ουσιαστικό δίκαιο (Αστικός Κώδικας) όσο και στο αναγκαστικό (Κ.Ε.Δ.Ε.) στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας και ότι συμψηφισμός απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, έναντι βεβαιωμένων οφειλών προς αυτό (ληξιπρόθεσμων ή μη, καθώς και βεβαιωμένων οφειλών που έχουν τεθεί σε καθεστώς αναστολής είσπραξης), δύναται να αναταχθεί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή από δημόσιο έγγραφο. Ο συμψηφισμός μπορεί να διενεργείται και αυτεπάγγελτα με πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.
Εν κατακλείδι, επισημαίνουμε, ότι εφόσον δεν προβλέπεται ρητά από ειδικές διατάξεις το ακατάσχετο απαιτήσεων κατά του Δημοσίου οι Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να εξοφλούν χρηματικά εντάλματα (τα οποία έχουν παραμείνει σε αυτές, παρά τη διαδικασία της 2/113934α/0026/31.12.2013 εγκυκλίου και τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθ. 2 του π.δ. 155/2013 και στο άρθρο 4 της 2/107929/0026/1.12.2013 Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, περί εξόφλησης χρηματικών ενταλμάτων) διά συμψηφισμού, αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν, εφόσον υφίστανται .