Ασφαλισμένοι: Πώς καθορίζεται το τελικό ποσό της σύνταξης που θα λάβουν – Γράφει ο Δημήτρης Μπούρλος

Είναι γνωστό ότι η διαμόρφωση του ύψους της ανταποδοτικής σύνταξης διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον υπολογισμό του συνολικού ύψους της σύνταξης (εθνικής και ανταποδοτικής).

Γράφει ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούρλος
Η ανταποδοτική σύνταξη προσδιορίζεται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι οι συντάξιμες αποδοχές, που συνδέονται με το ύψος των αποδοχών – εισφορών που κατεβλήθησαν για τον ασφαλισμένο από το 2002 έως τη συνταξιοδότησή του και ο δεύτερος είναι ο συντελεστής αναπλήρωσης που έχει να κάνει με τα έτη ασφάλισης. Όσο περισσότερα είναι τα έτη ασφάλισης τόσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής αναπλήρωσης με τον οποίο πολλαπλασιάζονται οι συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης.
Με τον νόμο Βρούτση, μετά και τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, βελτιώθηκαν και αυξήθηκαν οι συντελεστές αναπλήρωσης για τους ασφαλισμένους που έχουν περισσότερα από 30 και έως 44 έτη ασφάλισης και αυτό αναμφίβολα είναι θετικό. Εκείνο όμως που προβληματίζει έναν ασφαλισμένο είναι αν η σύνταξη που τελικά θα του αποδοθεί είναι «αντίστοιχη» των εισφορών που καταβάλλει. Το θέμα δε αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο για τους ελεύθερους επαγγελματίες, επιστήμονες, αγρότες κ.λπ. οι οποίοι καλούνταν έως 31-1-2021 να επιλέξουν την ασφαλιστική κατηγορία που θα καταβάλλουν εισφορές για το έτος που διανύουμε. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κάποιος ασφαλισμένος που θα καταβάλει για σαράντα έτη ασφάλισης εισφορές στην 1η (χαμηλότερη) ασφαλιστική κατηγορία, θα λάβει σύνταξη 785 ευρώ. Κάποιος που θα καταβάλλει εισφορές για σαράντα έτη στην 3η κατηγορία (312 ευρώ μηνιαίως), θα λάβει σύνταξη 970 ευρώ και κάποιος που θα καταβάλλει στην 6η (ανώτερη) ασφαλιστική κατηγορία (576 ευρώ μηνιαίως), θα λάβει σύνταξη 1.635 ευρώ.
Υπ΄ αυτά τα δεδομένα λοιπόν επισημαίνουμε ότι για να έχει κάποιος σύνταξη που να υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ, πρέπει για σαράντα χρόνια να καταβάλλει εισφορές τουλάχιστον 363 ευρώ ανά μήνα (4η ασφαλιστική κατηγορία).
Η παράθεση των παραδειγμάτων οδηγεί, κατά την άποψή μας, στα εξής συμπεράσματα. Καταρχάς με δεδομένο ότι ένας ελεύθερος επαγγελματίας στα πρώτα έτη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας ή της επαγγελματικής του διαδρομής, πολύ δύσκολα θα μπορεί να ανταποκρίνεται σε ύψος ασφαλιστικής εισφοράς που να υπερβαίνει τα 363 ευρώ, για λίγους οι μελλοντικές συντάξεις θα υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ τον μήνα.
Δεύτερον ακόμη και αν κάποιος έχει την δυνατότητα να αποδίδει την μέγιστη εισφορά των 576 ευρώ τον μήνα εξ αρχής και για σαράντα έτη ασφάλισης, το ύψος της μηνιαίας σύνταξης που θα λάβει δεν είναι ελκυστικό.
Τρίτον η ικανοποιητική αναπλήρωση του εισοδήματος πλέον φαίνεται ότι δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από την κύρια σύνταξη, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δείχνει να έχει το ασφαλιστικό μας σύστημα σήμερα. Θα αναρωτηθεί κάποιος μήπως αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να θεσπισθούν και άλλες υψηλότερες κατηγορίες ασφάλισης, οι οποίες να οδηγούν σε υψηλότερες συντάξεις. Ενδεχομένως αυτό θα ήταν μια λύση, αλλά θα αφορούσε κατά την άποψή μου πολύ λίγους. Το θέμα είναι να δούμε αν μπορούν να βελτιωθούν οι δυνατότητες του συστήματος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται καταδίκη της επόμενης γενιάς, πέραν δε αυτού, να εξετασθούν οι εναλλακτικές δυνατότητες αναπλήρωσης εισοδήματος χωρίς προκαταλήψεις και αγκυλώσεις που πολλές φορές έχουμε, κυρίως εμείς οι παλιότεροι, προσηλωμένοι σε δεδομένα του συστήματος που με την πάροδο των ετών και την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας έχουν εν πολλοίς μεταβληθεί.



Exit mobile version