Οι
αποδοχές του τελευταίου 12μηνου απασχόλησης είναι το «κλειδί» για το κόστος του
νέου καθεστώτος αυτασφάλισης στον ΕΦΚΑ.
Επί των αποδοχών αυτών καταβάλλεται από
20% έως 27,10% για τους μισθωτούς και έως 26,95% για ελεύθερους επαγγελματίες
και αγρότες. Στην εξίσωση μπαίνουν τα εισφοροδοτούμενα εισοδήματα από κάθε πηγή
: μισθός, υπερωρίες, μπόνους, ελεύθερο επάγγελμα, αγροτική δραστηριότητα. Όσο
μεγαλύτερο είναι το εισόδημα του ασφαλισμένου το επίμαχο 12μηνο τόσο ακριβότερη
καθίσταται η προαιρετική ασφάλιση, η οποία συνήθως χρησιμοποιείται ώστε να
συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος για συνταξιοδότηση. Ο χρόνος προαιρετικής δεν λογίζεται ως
χρόνος σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Ο Ενιαίος Φορέας δημοσιοποίησε εγκύκλιο που
“κλειδώνει” το νέο καθεστώς για τον ιδιωτικό τομέα. Οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται για αιτήσεις που
έχουν υποβληθεί από 1/1/2017. Προαιρετικά μπορούν να ασφαλιστούν στον τελευταίο
φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης όσοι πληρούν αθροιστικά τα εξής :
- α)
έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση 5 έτη ή 1.500 ημέρες, εκ των
οποίων τουλάχιστον 1 έτος ή 300 ημέρες, εντός της τελευταίας 5ετίας και
υποβάλλουν αίτηση εντός 1 έτους από την τελευταία ασφάλισή τους ή
β) έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση 10 έτη ή 3.000
ημέρες ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
→ συνυπολογίζεται χρόνος διαδοχικής ασφάλισης στους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ
φορείς
→ χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί για την ίδια χρονική περίοδο λαμβάνεται
υπόψη μία φορά
→ δεν συνυπολογίζονται πλασματικοί - έχουν
διακόψει την ασφάλιση στον ΕΦΚΑ - δεν
είναι ανάπηροι κατά την έννοια του αν. νόμου του 1951 - δεν
οφείλουν σε ασφαλιστικό φορέα ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και τηρούν τους όρους.
Ο χρόνος προαιρετικής συνέχισης της
ασφάλισης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και πραγματοποιείται
για κλάδο κύριας σύνταξης (20% για όλους) ή/και ασθένειας (7,10% για μισθωτούς
και 6,95% για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες). Στην αίτηση γίνεται σαφής
αναφορά των κλάδων επιλογής.
Η μηνιαία εισφορά υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων
αποδοχών ή/και των εισοδημάτων, επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές το
τελευταίο 12μηνο πριν τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοσμένα
με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Για τους αγρότες δεν ισχύει η αναπροσαρμογή με
τον ΔΤΚ. Σε περιπτώσεις διαδοχικής, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των μηνιαίων
αποδοχών και εισοδημάτων.
Ελάχιστη βάση υπολογισμού είναι τα
586€ του κατώτατου μισθού και ειδικά για τους αγρότες τα 410,26€. Οι μισθωτοί
καταβάλλουν το σύνολο της εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη επί των πάσης
φύσεως εισφοροδοτούμενων αποδοχών (μισθός, υπερωρίες κλπ). Αν το τελευταίο
12μηνο υπάρχει χρόνος ανεργίας και δεν προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης ή ο
μηνιαίος μισθός υπολείπεται των 586€, λαμβάνονται υπόψη τα 586€. Οι μη μισθωτοί
καταβάλλουν 20% για τον κλάδο σύνταξης (ακόμη και οι αγρότες) και 6,95% για κλάδο
υγείας. Για χρόνο ασφάλισης που ανατρέχει πριν την 1/1/2017 λαμβάνεται η
ελάχιστη μηνιαία βάση (586€ ή 410€). Αν κάποιος ήταν μισθωτός και ελεύθερος
επαγγελματίας ή αγρότης ταυτόχρονα το επίμαχο 12μηνο, δηλαδή παράλληλα
ασφαλισμένος, επιλέγει τον φορέα της προαιρετικής ασφάλισης και η βάση
υπολογισμού είναι το άθροισμα του εισοδήματος που είχε από κάθε πηγή.