Με την κατάθεση ορισμένων τελευταίων, βελτιωτικών νομοτεχνικών αλλαγών από τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρη Παπαδημητρίου, εισήχθη χθες στην Ολομέλεια της Βουλής το σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων.
Η κυριότερη εξ αυτών αφορά αυτή που ρητά επιτρέπει την υπαγωγή στον μηχανισμό των επιχειρήσεων που, ενώ είχαν διακόψει τη λειτουργία τους, υποβάλλουν δήλωση επανέναρξης της δραστηριότητάς τους.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στη Βουλή ο κ. Παπαδημητρίου, «το παρόν σχέδιο νόμου δεν εγγυάται τη ρύθμιση οφειλών κάθε επιχείρησης, ωστόσο αίρει τα εμπόδια που μέχρι τώρα δυσχεραίνουν την επίτευξη συνολικής ρύθμισης των οφειλών των υπερχρεωμένων πλην βιώσιμων επιχειρήσεων και δημιουργεί τις θετικές προϋποθέσεις που θα δώσουν ανακούφιση στις επιχειρήσεις, θα τις βγάλουν από το φάσμα της πτώχευσης και θα επιτρέψουν τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους».
Προσέθεσε, δε, ότι η μόνη λύση που είχαν μέχρι τώρα για να διασωθούν οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις ήταν η διμερής ρύθμιση με καθέναν πιστωτή τους, συμπληρώνοντας ότι «ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων επιδιώκει τον συντονισμό όλων των πιστωτών της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης».
Η κυβέρνηση έδειξε ιδιαίτερη προσοχή στα κριτήρια που πρέπει να πληροί μια επιχείρηση προκειμένου να ενταχθεί στον μηχανισμό. Στόχος του σχεδίου νόμου είναι να ενταχθεί κάθε βιώσιμη επιχείρηση, ανεξαρτήτως μεγέθους, αλλά να αποκλείονται εκ των προτέρων εκείνες που είτε δεν έχουν βάσιμες πιθανότητες για μια θετική αξιολόγηση βιωσιμότητας είτε δεν χρειάζονται τον μηχανισμό.
Ακόμη, με νομοτεχνική βελτίωση θα μπορεί να ανατίθεται στον εμπειρογνώμονα και η επαλήθευση των απαιτήσεων, η ύπαρξη ή το ύψος των οποίων αμφισβητείται από τον οφειλέτη ή από συμμετέχοντες πιστωτές.
«Η δυνατότητα αυτή σε συνδυασμό με τη δυνατότητα κάθε πιστωτή να ζητήσει πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη θεωρούμε ότι εξασφαλίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τους πιστωτές από τον κίνδυνο συμμετοχής εικονικών πιστωτών στη διαδικασία», ανέφερε ο κ. Παπαδημητρίου.
Με μια άλλη νομοτεχνική βελτίωση ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών θα αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και όχι με την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή στον μηχανισμό.
Αναφορικά με το θέμα της επικύρωσης της συμφωνίας για τη ρύθμιση οφειλών και την πρόταση να επικυρώνεται με απλή κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου, ο κ. Παπαδημητρίου επεσήμανε ότι δεν μπορεί να υιοθετηθεί, προσέθεσε ωστόσο ότι εξετάζεται πρόταση για επικύρωση της συμφωνίας με διάταξη ενός μόνο δικαστή, με δικαίωμα οποιουδήποτε θιγόμενου να ασκήσει ανακοπή κατά της διάταξης. Για τον λόγο αυτό δεν τροποποιήθηκε προς το παρόν το άρθρο 12 του νομοσχεδίου, ωστόσο ο κ. Παπαδημητρίου ανέφερε ότι «συνεργαζόμαστε με το υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να διαμορφώσουμε με προσοχή τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις επικύρωσης της συμφωνίας με διάταξη». Τέλος, προαναγγέλθηκε ότι προετοιμάζεται διάταξη για την προστασία των εκπροσώπων των πιστωτών από άδικες διώξεις όταν πρόκειται για την επικύρωση της συμφωνίας ρύθμισης.
Αναφορικά με τις επισημάνσεις φορέων της αγοράς και εκπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι θα έπρεπε να μπορούν να υπαχθούν πλήρως στον εξωδικαστικό μηχανισμό οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης ανέφερε ότι τα πρόσωπα αυτά μπορεί να υπαχθούν στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ενώ επεσήμανε ότι η περίπτωση των οφειλών τους προς Δημόσιο ή φορείς κοινωνικής ασφάλισης αντιμετωπίζεται από το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Για τη δυνατότητα ένταξης στον μηχανισμό κοινωφελών ιδρυμάτων (όπως είχαν ζητήσει τα κόμματα στο στάδιο της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην κοινοβουλευτική επιτροπή), ο υπουργός τόνισε ότι η πρόταση βρίσκει σύμφωνη την κυβέρνηση και ότι αυτό μπορεί να γίνει με βάση το σχέδιο νόμου χωρίς να απαιτηθεί κάποια τροποποίηση.
Πλατφόρμα
Σχετικά με την κριτική που ασκείται αναφορικά με τον αριθμό των δικαιολογητικών που απαιτούνται, ο υπουργός επεσήμανε ότι στο νομοσχέδιο προβλέπεται η δυνατότητα διασύνδεσης ηλεκτρονικών και ψηφιακών αρχείων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τη διασταύρωση και την επαλήθευση των στοιχείων που υποβάλλει ο οφειλέτης, «κάτι που θα μειώσει σημαντικά τη γραφειοκρατία της διαδικασίας». Οπως ωστόσο έσπευσε να υπογραμμίσει ο κ. Παπαδημητρίου, μέχρι την ενσωμάτωση της λειτουργίας αυτής στην ηλεκτρονική πλατφόρμα η υποβολή είναι απαραίτητη, διότι όσο πιο πλήρη εικόνα της επιχείρησης έχουν οι πιστωτές τόσο πιο πιθανό είναι είτε να αποδεχθούν την πρόταση ρύθμισης του οφειλέτη είτε να υποβάλουν αντιπρόταση που θα γίνει αποδεκτή.
Ποιες επιχειρήσεις μπορούν να υπαχθούν στον μηχανισμό
Δικαίωμα υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό έχει κάθε επιχείρηση που μέχρι τα τέλη του 2016 είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 20.000 ευρώ με καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016.
Στον μηχανισμό μπορούν να μπουν εταιρείες που τηρούν απλογραφικό λογιστικό σύστημα, εφόσον έχουν θετικό EBITDA σε τουλάχιστον μία από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης και εταιρείες που τηρούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα εφόσον έχουν, είτε θετικά EBITDA είτε θετική καθαρή θέση (equity).
Η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού μπορεί να ξεκινήσει ακόμα και εάν εκδηλώσει ενδιαφέρον το 50% των πιστωτών της επιχείρησης.
Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν ποσοστό 85% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης, προωθείται στον εν λόγω πιστωτή για διμερή διαπραγμάτευση.
Ακόμη προβλέπεται ότι η συμφωνία απαιτεί τη συναίνεση της πλειοψηφίας 60% των συμμετεχόντων πιστωτών, η οποία επιβάλλεται στη μειοψηφία, αλλά θα δίνεται προστασία στους μικρούς πιστωτές που μπορούν να διεκδικήσουν στο ακέραιο το σύνολο των απαιτήσεών τους.
Ακόμη προβλέπεται η διαγραφή του συνόλου των τόκων υπερημερίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και σημαντικού ποσοστού (85%-95%) των απαιτήσεων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από πρόστιμα, προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Προϋπόθεση είναι οι πιστωτές να μην έρχονται σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Πηγή: Έθνος