Tου Σωτήρη Καψώχα
Η Ελλάδα το τελευταίο διάστημα ανέμενε εναγωνίως τις εκθέσεις των μεγάλων διεθνών οίκων αξιολόγησης για να την αναβαθμίσουν, αλλά αντ΄ αυτού πήρε την ψυχρολουσία της προαναγγελίας ότι θα υποβαθμιστεί.
Με προεξάρχοντα τον οίκο Moody’s οι αγορές έσπευσαν να δείξουν τα «δόντια» τους, προειδοποιώντας ότι ο κίνδυνος για την ελληνική οικονομία θα αυξηθεί σε περίπτωση πρόωρων εκλογών.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου, πιστωτικά αρνητική (credit negative) θα είναι η εξέλιξη των πρόωρων εκλογών καθώς, όπως επισημαίνουν, θέτει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, ενώ πλήττει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και αυξάνει τους κινδύνους ρευστότητας και χρηματοδότησης του προϋπολογισμού.
Για την αξιολόγηση αυτή, η Moody’s επισημαίνει ότι λαμβάνει υπ’ όψιν το υψηλό εκλογικό όριο για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας και την ισχνή πλειοψηφία της κυβέρνησης συνασπισμού στη Βουλή σήμερα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πρόωρες προεδρικές εκλογές επιταχύνουν τον κίνδυνο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Ουδείς αμφισβητεί σήμερα το ρόλο που παίζουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης του χρήματος, αλλά και στον επηρεασμό των αγορών ως προς την αντιμετώπιση μιας χώρας ή μιας πολιτικής κατάστασης. Για να γίνει όμως αντιληπτή η σημασία και η αξιοπιστία των αξιολογήσεων χρειάζεται μια απλή αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν των διεθνών οικονομικών εξελίξεων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι τρεις μεγάλες εταιρείες αξιολόγησης (Moody’s, S&P και Fitch) εμφανίστηκαν λίγο πριν τη δημοσιονομική κρίση (το 2008 και αρχές του 2009) αρκετά αισιόδοξες, κυρίως από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων ετών, τις μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες, τα έργα που γίνονταν, την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την ταχεία ανάπτυξή τους στη Βαλκανική. Μόλις επισημοποιήθηκε η είσοδος της Ελλάδας στα προγράμματα επιτήρησης, σημειώθηκε μια θεαματική στροφή στις εκτιμήσεις τους.
Οι συνεχόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας, έχουν δημιουργήσει ένα σύνθετο και συνάμα χωρίς προηγούμενο οικονομικό σκηνικό. Σήμερα, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση διεθνώς, με βάση τα στοιχεία όλων των οίκων αξιολόγησης (και όχι μόνο των τριών μεγάλων). Για πολλούς ανεξάρτητους οικονομολόγους, όπως οι Αμερικανοί Γιοσεφ Στίγκλιτς, Κρίστοφερ Σιμς και Πολ Κρούγκμαν, ο Γερμανός Χανς Βέρνερ Ζιν και ο Γάλλος Ζαν Πολ Φιτουσί, οι υποβαθμίσεις αυτές έχουν συντείνει σε μεγάλο βαθμό στον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές χρήματος και έχουν συμβάλει στην ανακύκλωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Είναι γεγονός ότι τα συστήματα παρακολούθησης των διεθνών οργανισμών έχουν μια ικανότητα πρόβλεψης της οικονομικής κατάρρευσης, κρίνονται ωστόσο ανεπαρκή και αναποτελεσματικά στην έγκαιρη διάγνωση οικονομικών κρίσεων και προβλημάτων πτώχευσης. Μερικά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν τόσο για επιχειρήσεις όσο και για κράτη, είναι ενδεικτικά της κατάστασης:
– Οι οίκοι αξιολόγησης προτρέπουν την αγορά μετοχών της Enron τέσσερις μέρες πριν πτωχεύσει η εταιρεία τον Δεκέμβριο του 2001.
– Οι οίκοι αξιολόγησης κατείχαν παραπλανητική θετική στάση στην κατάρρευση της Lehman Brothers (Σεπτέμβριος 2008).
– Οι οίκοι αξιολόγησης λίγους μήνες πριν καταρρεύσει η οικονομία της Ισλανδίας την είχαν αναβαθμίσει.
Αλλά και στα καθ΄ ημάς ο αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας των αποφάσεων των οίκων φαίνεται από την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Standards and Poor’s μετά από την προ οκταμήνου απόφαση της τρόικας για εκταμίευση της δόσης του δανείου της τριμερούς. Έτσι, σήμερα η ελληνική οικονομία «βαθμολογείται» από το συγκεκριμένο οίκο με «B-», βγήκε δηλαδή από την κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας», ενώ αναβαθμίστηκαν και οι προοπτικές της σε «σταθερές». Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε αναβάθμιση και των ελληνικών τραπεζών με το ζητούμενο να είναι πλέον η διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Κάτι το οποίο δεν έγινε, ακόμη και μετά την ανακεφαλαιοποίηση.
Οι τρεις οίκοι αξιολόγησης – Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch – κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά πιστοληπτικής αξιολόγησης ελέγχοντας περίπου το 95% της διεθνούς σκηνής. Η αξιοπιστία της αξιολόγησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο οργανισμός ή το κράτος που πληρώνει τους οίκους για να κάνουν την αξιολόγηση είναι αυτός που αξιολογείται. Έτσι, όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θέλει να εκδώσει ένα ομολογιακό δάνειο, πρέπει να πληρώσει τουλάχιστον δύο από τους παραπάνω οίκους για να το αξιολογήσει. Το rating (η βαθμολογία) που δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης σε επιχείρηση – τράπεζα ή κράτος σημαίνει ότι όσο υψηλότερη είναι η βαθμολογία, τόσο περισσότερο ασφαλής θεωρείται η επένδυση και, κατά συνέπεια, το επενδυτικό ενδιαφέρον μεγαλύτερο και το κόστος χρήματος φθηνότερο. Άρα ο ρόλος τους είναι κομβικός εκ των πραγμάτων.
Το πρόβλημα της αξιολόγησης είναι πρωτίστως δεοντολογικό. Υπάρχουν ισχυρές προσωπικές σχέσεις, αλλά και διαπλοκές με συμφέροντα, που οι αξιολογήσεις είναι καθοδηγούμενες κατευθυνόμενες και εξυπηρετούν αυτούς που πληρώνουν. Στην πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση οι οίκοι αυτοί έπεσαν έξω, κυρίως διότι αμείβονταν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις στις οποίες αξιολογούσαν τα ομόλογά τους. Μάλιστα, όταν η αγορά στέγης κατάρρεε στα τέλη του 2007 στις ΗΠΑ, η Moody’s έβαλε στο περιθώριο κάποιους αναλυτές και στελέχη της που προειδοποιούσαν για την επερχόμενη οικονομική καταστροφή.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και πως επηρεάζουν τις εξελίξεις. Πολιτικοί αναλυτές και οικονομολόγοι έχουν επισημάνει ότι οι οίκοι αυτοί είναι η νέα μεγάλη δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και ότι η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητα μιας χώρας μεταφράζεται άμεσα σε κλυδωνισμούς στην αγορά χρήματος, σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε περαιτέρω κοινωνικές επιπτώσεις (επώδυνα μέτρα σε μισθωτούς, αύξηση της ανεργίας, περικοπές κοινωνικών παροχών, αλλαγές των εργασιακών σχέσεων κ.λπ.).
Ο λόγος που οι οίκοι αυτοί έχουν γίνει τόσο σημαντικοί είναι γιατί δεν υπάρχει άλλος μηχανισμός που να αξιολογεί τις χώρες και τις επιχειρήσεις ενός κράτους, αλλά και από το γεγονός ότι τουλάχιστον στην Ευρώπη δεν υπάρχει πολιτική βούληση των ισχυρών να αλλάξουν την κατάσταση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι προτάσεις για την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού οίκου Αξιολόγησης για την Ευρωζώνη αλλά και για όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης, έπεσαν στο τραπέζι την περίοδο της κρίσης του 2009, αλλά από τότε δεν ξαναεμφανίστηκαν στα συμβούλια κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.