Αρνητική χαρακτηρίζει ο ΣΜΕΧΑ, την επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων στο Χρηματιστήριο.
Με στοιχεία που περιλαμβάνουν το διάστημα μέχρι και τον Σεπτέμβριο 2015 κατεγράφη μείωση κατά 70% του μέσου όρου των ημερήσιων συναλλαγών, συνοδευόμενη από μείωση κατά 50% του μέσου όρου ημερησίων ενεργών μερίδων, ενώ η κεφαλαιοποίηση της Ελληνικής αγοράς εμφάνισε πτώση κατά 25% περίπου.
Το αποκορύφωμα των αρνητικών επιπτώσεων των κεφαλαιακών περιορισμών ήταν η υποβάθμιση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας από τον οίκο FTSE τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Ο ΣΜΕΧΑ τάχθηκε εξ αρχής υπέρ της επανα-λειτουργίας της αγοράς προκειμένου να ελαττωθούν οι επιπτώσεις από μια πιθανή υποβάθμιση της αγοράς και δικαιώνεται για τη θέση του καθώς τουλάχιστον η υποβάθμιση αυτή ήταν σε καθεστώς «stand-alone» και όχι χειρότερο.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως σε όλο αυτό το διάστημα δεν σημειώθηκαν σημαντικές εκροές από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όπως ορθά είχαμε υπολογίσει: ο μέσος μηνιαίος όρος εκροών κυμάνθηκε στα 10 εκ. ευρώ, ποσό που συνιστά περιορισμένο πρόβλημα και δεν δικαιολογεί τις προαναφερθείσες μειώσεις στις συναλλαγές (70%) και στη κεφαλαιοποίηση (25% – κάτι για το οποίο δεν φταίνε μόνο τα capital controls).
Επιπροσθέτως οι Έλληνες επενδυτές παραμένουν στο περιθώριο της συναλλακτικής δραστηριότητας και δεν μπορούν να τοποθετηθούν και να δραστηριοποιηθούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών σε αντίθεση με τους αλλοδαπούς επενδυτές, κυρίως θεσμικούς, που είναι οι μόνοι που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Ένα χρηματιστήριο που λειτουργεί υπό τέτοιους περιορισμούς είναι μοιραίο να χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις στον μηχανισμό προσφοράς και ζήτησης με σημαντικές επιπτώσεις στην ορθή αποτίμηση και κεφαλαιοποίηση του και εν τέλει στην αξιοπιστία του.
Επίσης δεν μπορεί να επιτελέσει το ρόλο του ως μοναδικό πλέον εργαλείο ανάπτυξης και χρηματοδότησης της Ελληνικής οικονομίας.
Με την αποκατάσταση του πολιτικού σκηνικού μέσω της συμφωνίας της Ελλάδας με τους εταίρους της και την εκλογή μιας νέας κυβέρνησης η οποία ανέλαβε να εφαρμόσει και να φέρει εις πέρας το μνημόνιο, σε ότι αφορά την Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, ιδιαίτερη βαρύτητα θα έχει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η αποτελεσματικότητα της οποίας θα επηρεαστεί και από την ψυχολογία και ρευστότητα της αγοράς όπως θα έχει διαμορφωθεί.
Προς τούτο ο ΣΜΕΧΑ πιστεύει ότι επιβάλλεται η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων προκειμένου οι Έλληνες επενδυτές να δραστηριοποιηθούν ώστε να μπορέσουν να αναδιαρθρώσουν τα χαρτοφυλάκια τους, να συμμετάσχουν έπειτα από πολύ καιρό με τις συναλλαγές τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών και να συμβάλλουν στην κάλυψη της ρευστότητας με όσα χρήματα αυτοί επιθυμούν και είναι διατεθειμένοι να τοποθετήσουν.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα οδηγήσει σε χαμηλότερα επίπεδα τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη επιθυμία των θεσμικών επενδυτών να τοποθετηθούν σε blue chips του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Άλλωστε, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί δεν συνάδουν με την έννοια της ισότιμης συμμετοχής των επενδυτών στις χρηματαγορές και το Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Επιπροσθέτως η λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς όπως έχει διαμορφωθεί μετά από την κρατική παρέμβαση δεν εξασφαλίζει τις αρχές της Ακεραιότητας και της Διαφάνειας όπως περιγράφονται από τις Ευρωπαϊκές οδηγίες MAD και MIFID.
Τελικά, το Ελληνικό Χρηματιστήριο που τις τελευταίες δεκαετίες κατέκτησε υψηλή θέση στη διεθνή αγορά, κινδυνεύει να συρρικνωθεί και να απολέσει την δυναμική του.
Ο ΣΜΕΧΑ υπογραμμίζει πως η απελευθέρωση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου από το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών, θα βελτιώσει την εικόνα της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς διεθνώς, θα διαμορφώσει υγιείς και διαφανείς συνθήκες λειτουργίας της και τελικά θα συμβάλει εξαιρετικά ώστε η πορεία προς την απαιτούμενη ισορροπία για την ανάπτυξη να είναι συντομότερη.