Η αδυναμία συμφωνίας στη σύνοδο του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής πετρελαίου και η συνεχής μείωση της τιμής του επιδρούν αρνητικά στη Ρωσία
Σημαντικός είναι ο αρνητικός αντίκτυπος για τη Ρωσία από την αδυναμία επίτευξης συμφωνίας στη σύνοδο του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής πετρελαίου, αλλά και τη συνεχιζόμενη πτώση στην τιμή του προϊόντος.
Η ίδια η ρωσική κυβέρνηση, άλλωστε, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αυτή την εβδομάδα.
Ο αντίκτυπος για τη ρωσική οικονομία από τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί από τη Δύση, σχετικά με τη στάση της στην ουκρανική κρίση, αλλά και η πτώση που καταγράφεται στην τιμή του πετρελαίου, έχουν αυξηθεί στα 130-140 δισ. δολάρια κάθε χρόνο (πάνω από 100 δισ. ευρώ) σύμφωνα με τις δηλώσεις του ρώσου υπουργού Οικονομικών, Anton Siluanov.
Οι υπολογισμοί αυτοί είχαν γίνει γνωστοί όταν η τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι ήταν πέριξ των 80 δολαρίων.
Μετά την αποτυχία να αποφασιστεί χθες, Πέμπτη, στη σύνοδο του ΟΠΕΚ, μείωση της παραγωγής, η τιμή του «μαύρου χρυσού» υποχώρησε μέχρι τα 71 δολάρια το βαρέλι, που αποτελούν τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2010.
Με το πέρας και της σημερινής ημέρας, το αργό πετρέλαιο θα μπορούσε να σφραγίσει τον χειρότερο μήνα από το 2008, με μια μείωση 15%.
Η αντίδραση των επενδυτών μεταφράστηκε σε νέα έξοδο από την ρωσική αγορά.
Ο δείκτης RTS στο Χρηματιστήριο της Μόσχας υπέστη ένα ακόμη «μαστίγωμα» μεγαλύτερο του 3% και έχασε το επίπεδο των 1.000 μονάδων.
Μόλις έναν μήνα πριν το πέρας του 2014, ο ρωσικός χρηματιστηριακός δείκτης διαπραγματεύεται στα χαμηλότερα επίπεδα του 2014, στα χαμηλά του 2009.
Σήμερα, περί τις 10 π.μ. ο δείκτης υποχωρεί κατά 2,15%, διαμορφούμενος στις 984,84 μονάδες.
Η φυγή των επενδυτών οδηγεί σε νέα ιστορικά χαμηλά την ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος, που υποχωρεί κατά 2% έναντι του δολαρίου, μέχρι τα 49,5 ρούβλια, αλλά και έναντι του ευρώ, έως τα 61,7 ρούβλια.
Ο αντίκτυπος των δυτικών κυρώσεων και η συνεχής πτώση του πετρελαίου επιδεινώνει τις εκτιμήσεις των διεθνών επενδυτικών εταιρειών, που προβλέπουν είσοδο της ρωσικής οικονομίας σε ύφεση.