Στις 23 Ιουνίου οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου καλούνται να αποφασίσουν υπέρ ή κατά της Ευρώπης. Τη μέρα εκείνη οι Βρετανοί θα κληθούν «να λάβουν ίσως τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής τους μπροστά στην εκλογική κάλπη».
Έτσι τουλάχιστον περιγράφει το δίλημμα μεταξύ παραμονής και αποχώρησης από την ΕΕ ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Μολονότι το πώς ακριβώς θα ψηφίσουν εντέλει οι Βρετανοί θα κριθεί, σύμφωνα με τις έως τώρα δημοσκοπήσεις στο νήμα, η ετυμηγορία των αγορών είναι ήδη αρκετά σαφής: και μόνον η δυνατότητα του Brexit έχει κατακρημνίσει την ισοτιμία της λίρας. Την περασμένη Δευτέρα η ισοτιμία του βρετανικού νομίσματος υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 7ετίας έναντι του δολαρίου.
Επιφανείς πολιτικοί στηρίζουν το «όχι»
Μόνον σε εποχές κρίσης η λίρα έχει απολέσει τόσο μεγάλο μέρος της αξίας της, εξηγεί η Άντγε Πρέφκε από την Commerzbank. Γιατί όμως υποχωρεί η ισοτιμία του νομίσματος έναντι του δολαρίου τη δεδομένη χρονική συγκυρία, πόσο μάλλον που είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι οι Βρετανοί θα κληθούν να αποφασίσουν για το ευρωπαϊκό τους μέλλον;
Οι εξελίξεις αποδίδονται εν μέρει στις πολιτικές αντιδράσεις που ακολούθησαν του συμβιβασμού που απέσπασε ο Ντέιβιντ Κάμερον στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής. Ο δημοφιλής και ιδιαίτερα επικοινωνιακός δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο με φανφάρες τη στήριξη του «όχι» ενώ υπέρ της εξόδου τάχθηκαν και αρκετά στελέχη της νυν βρετανικής κυβέρνησης.
«Από τη σκοπιά μας το γεγονός ότι επιφανή πολιτικά στελέχη στηρίζουν το όχι, αυξάνει τον κίνδυνο του Brexit», εκτιμούν αναλυτές της γερμανικής BayernLB. Οι σημαντικές απώλειες που σημείωσε η λίρα έρχονται να υπογραμμίσουν τον εξής, βασικό κανόνα των αγορών: οι χρηματαγορές αγαπούν τις καλές ειδήσεις, εν αντιθέσει με τις κακές. Αυτό όμως που φοβούνται, όπως ο διάολος το λιβάνι, είναι η αβεβαιότητα.
Στην παρούσα φάση οποιαδήποτε ασφαλής πρόβλεψη για την έκβαση του δημοψηφίσματος είναι αρκετά δύσκολη έως αδύνατη καθώς υποστηρικτές και αντίπαλοι της παραμονής εμφανίζουν τα ίδια ποσοστά ενώ μεγάλο είναι την ίδια ώρα το ποσοστό των αναποφάσιστων.
Η αβεβαιότητα εχθρός της ανάπτυξης
Ακόμη πιο δύσκολο όμως είναι να προβλέπει κανείς τις συνέπειες ενός ενδεχόμενου Brexit. Σε περίπτωση εξόδου από την ΕΕ, η Μεγάλη Βρετανία θα έπρεπε να διαπραγματευτεί εκ νέου τις σχέσεις της με την ΕΕ και αυτό θα διαρκούσε αρκετά χρόνια, εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz Μίχαελ Χάιζε. Αυτό όμως θα προκαλούσε μια παρατεταμένη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, με άμεσο αντίκτυπο στους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης. Διότι, ιδιαίτερη ευαισθησία στην αβεβαιότητα δεν δείχνουν μόνον οι χρηματαγορές αλλά και οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις. Η αβεβαιότητα οδηγεί συνήθως σε μείωση των καταναλωτικών δαπανών και των επενδύσεων, οδηγώντας με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.
Αρκετοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι μέχρι και το δημοψήφισμα η βρετανική λίρα θα τελεί υπό ασφυκτικές πιέσεις. Ο Τζον Χίγκινς από το Capital Economics βλέπει την ισοτιμία της να υποχωρεί στα 1,30 δολάρια, στα χαμηλότερα επίπεδα δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο Χίγκινς αιτιολογεί την εκτίμησή του όχι μόνον στους φόβους περί Brexit αλλά και στις συνέπειες που θα είχε αυτή η εξέλιξη. Η πολυαναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων από την βρετανική κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να λάβει νέα παράταση, προκαλώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στη λίρα. Διότι και για τους κεντρικούς τραπεζίτες ο μεγαλύτερος φόβος είναι η αβεβαιότητα.
Πηγή: DW