Για κάτι που υποθετικά είχε προβλεφθεί πολύ καιρό, η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων έχει προκαλέσει πολλή προσοχή. Έχει κατηγορηθεί για το βίαιο sell-off στις αγορές και έχει τροφοδοτήσει τις προειδοποιήσεις όχι απλώς ενός τέλους στην bull αγορά των ομολόγων αλλά ίσως και των μετοχών. Αυτό, ως αποτέλεσμα, μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες και για την αγορά ακινήτων, την εταιρική χρηματοδότηση, την οικονομική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι αιτίες πίσω από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων υποδηλώνουν ότι είναι πιο πιθανό να είναι μέρος μιας μεγαλύτερης -και υγιέστερης- οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ομαλοποίησης. Πρόκειται για κάτι, όπως υποστήριξα τον περασμένο μήνα, που θα μπορούσε να βοηθήσει την Αμερική και άλλες προηγμένες χώρες να αφήσουν πίσω τους τα χρόνια που είχαν κολλήσει σε χαμηλή και ανεπαρκώς περιεκτική ανάπτυξη.
Υπάρχουν τέσσερις λόγοι.
Πρώτον, η αύξηση των αποδόσεων δεν είναι μόνο θέμα των ΗΠΑ: Είναι μέρος ενός μεγαλύτερου φαινομένου που έχει οδηγήσει τα γερμανικά κρατικά ομόλογα σε μεγάλο βαθμό να συμβαδίζουν με τα αντίστοιχα αμερικανικά. Τα πενταετή γερμανικά ξέφυγαν από τον κόσμο των αρνητικών επιτοκίων που έχουν βρεθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Έχει συμβάλει επίσης σε μια μέτρια εξομάλυνση (flattening) της καμπύλης επιτοκίων, που οδήγησε ορισμένους να υποστηρίξουν εσφαλμένα ότι οι αγορές έδιναν σημάδια επερχόμενου εκτροχιασμού της οικονομικής ανάπτυξης.
Δεύτερον, και πιο σημαντικό, καλές (και όχι κακές) δυνάμεις οδηγούν αυτό το φαινόμενο. Αντί για σφάλμα νομισματικής πολιτικής ή επιδείνωση της αντίληψης περί κρατικού πιστωτικού κινδύνου, οι υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων αντανακλούν την αυξανόμενη άνεση με τις προοπτικές ανάπτυξης και πληθωρισμού.
Οι ΗΠΑ είναι μέρος μιας συγχρονισμένης ανόδου στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, υπερτροφοδοτούμενης από την εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων υπέρ της ανάπτυξης και την απορρύθμιση, καθώς και από τις καλύτερες προοπτικές για ενίσχυση των υποδομών.
Εν τω μεταξύ, όπως επιβεβαιώνεται από τη συνάντηση των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας την περασμένη εβδομάδα, η αμερικανική κεντρική τράπεζα συνεχίζει την «όμορφη εξομάλυνση» των αντισυμβατικών μέτρων, με τις αγορές να συγκλίνουν πολύ ταχύτερα φέτος με την επίσημη πολιτική καθοδήγηση για τα επιτόκια και τον πληθωρισμό.
Τρίτον, παρά την αύξηση φέτος, τα επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με αρκετές μετρήσεις. Είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά που συνήθως συνδέονται με την τρέχουσα -καθώς και την προβλεπόμενη- ανάπτυξη και πληθωρισμό, και από αυτό που θα προέκυπτε από τους ιστορικούς συσχετισμούς για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Υπενθυμίζουμε ότι πέρυσι η απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου των ΗΠΑ υποχώρησε παρά την άνοδο των μετοχών, που οδήγησε τον S&P 500 σε αύξηση 20%.
Τέλος, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η αύξηση των αποδόσεων είναι απαραιτήτως η αρχή μιας μεγαλύτερης και άτακτης ανατιμολόγησης των αγορών σταθερού εισοδήματος. Τα τελευταία σχόλια του διοικητή της Τράπεζας της Ιαπωνίας Χαρουκίντο Κουρόντα και του ομολόγου του της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι υποδηλώνουν ότι, παρά τις βελτιούμενες εγχώριες οικονομίες, καμία από τις δύο κεντρικές τράπεζες δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα βιαστική να σταματήσει τη μη συμβατική υποστήριξη των αγορών περιουσιακών στοιχείων.
Επιπλέον, με την απότομη άνοδο το 2017 στις τιμές των μετοχών να έχει βελτιώσει την κατάσταση χρηματοδότησης τόσο πολλών δημόσιων και ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων, η τάση και η ικανότητα «ανοσοποίησης» των υποχρεώσεών τους είναι σημαντικά πιο δυνατή. Η πρόσφατη άνοδος στα επιτόκια, μαζί με το ξύπνημα του sell-off στις μετοχές, θα ενθαρρύνουν πολλά από αυτά να εντείνουν την αγορά τίτλων μεγαλύτερης διάρκειας, ώστε να ταιριάζουν με τη λήξη των υποσχέσεων μελλοντικών πληρωμών τους.
Παίρνοντας αυτά τα τέσσερα στοιχεία μαζί, υποδηλώνεται μια πιο δυνατή πιθανότητα τα υψηλότερα επιτόκια να είναι μέρος ενός νέου και καλύτερου οικονομικού παραδείγματος για τις προηγμένες χώρες. Δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει «πόνος» ή ότι κάποιες άλλες αγορές δεν θα χρειαστούν ανατιμολόγηση. Και υπάρχουν φυσικά ακόμη κίνδυνοι για τη σταθερή ανάπτυξη και την οικονομική σταθερότητα.
Οι πιο σφικτές και πιο ευμετάβλητες χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα αυξήσουν το κόστος των στεγαστικών δανείων και της χρηματοδότησης για τις εταιρείες και θα κάνουν τη ζωή λιγότερο άνετη για συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, όπως οι ευαίσθητοι σε επιτόκια κατασκευαστές ακινήτων και οι εταιρείες ανακαίνισης κατοικιών.
Η εξέλιξη έρχεται επίσης σε μια εποχή στην οποία οι χρηματοδοτικές ανάγκες της αμερικανικής κυβέρνησης αυξάνονται. Αλλά υπό μία ευρύτερη οικονομική προοπτική -και καθώς οι προηγμένες οικονομίες εξακολουθούν να αποφεύγουν γεωπολιτικά σοκ, πολιτικά λάθη και ατυχήματα στην αγορά-, τα μειονεκτήματα αυτά θα ωχριούν σε σχέση με τα πλεονεκτήματα μιας πιο δυνατής και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, ενδυναμωμένης από υψηλότερες επιχειρηματικές επενδύσεις και αυξανόμενα εισοδήματα νοικοκυριών.
Αυτό θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί και ο κίνδυνος παράπλευρης ζημίας που έχει προκύψει με την παρατεταμένη εξάρτηση από την ασυνήθιστη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών στις αγορές. Στην περίπτωση της Ευρώπης, για παράδειγμα, έχει συμπεριλάβει αρνητικά ονομαστικά επιτόκια, που αποδυναμώνουν τη διαρθρωτική ακεραιότητα των αγορών και υπονομεύουν την παροχή μακροπρόθεσμης προστασίας, όπως τα προϊόντα ασφάλισης ζωής και τα συνταξιοδοτικά προϊόντα.
Δεδομένης της κυριαρχίας το 2017, της ασυνήθιστα χαμηλής μεταβλητότητας και των εξαιρετικά ευνοϊκών επιδόσεων των τιμών, δεν πρέπει να αποτελεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι το sell-off προσελκύει τόση προσοχή.
Ωστόσο, είναι η προδιάθεση του επενδυτή που τροφοδοτήθηκε από τις ευνοϊκές εξελίξεις του περασμένου έτους, που βοήθησαν στην αύξηση της τεχνικής πιθανότητας μίας ξαφνικής πτώσης. Με τα βασικά θεμελιώδη στοιχεία να συνεχίζουν να βελτιώνονται, οι κίνδυνοι των διαχύσεων στην οικονομία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του είναι μάλλον καλά ελεγχόμενοι.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr